Το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία στην Παιανία - «Προγεφύρωμα» προς τον Ουρανό


Μέσα στην τσιμεντοθάλασσα της πόλης μας, ανάμεσα σε τοίχους και ντουβάρια που φυλακίζουν την καθημερινότητά μας, το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, με την εκπληκτική θέα, στον ομώνυμο λόφο στην Παιανία, ξεπροβάλλει σαν γέφυρα, σαν προγεφύρωμα θα λέγαμε, προς τον Ουρανό. Μέσα στην παράφωρη αισθητική της αστικοποίησης, είναι λες και περιμένει να δώσει τον σωστό τόνο, να ξαναδώσει αρμονία στη ζωή μας. Σαν ένα άλλο άστρο των Μάγων, που από την Περσία της σύγχρονης ζωής, που μας οδήγησε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, μας οδηγεί στο Φως το αληθινό!

Ένας ακόμη φάρος πνευματικός, ένα πανδοχείο Του Θεού, που το οφείλουμε στους γηγενείς αυτού του τόπου, ανθρώπους απλούς, αγνούς και ευσεβείς, που αυτή τους η ευσέβεια, τους οδήγησε να χτίσουν όλα αυτά τα πανέμορφα ξωκκλήσια της περιοχής μας, για να λειτουργήσουν ως καταφύγιο για κάθε πονεμένο, αδικημένο, κυνηγημένο, ταλαίπωρο, στρατοκόπο, θαλασσοδαρμένο. Αλλά και για να εκφράσουν την Πίστη και την βαθιά ευγνωμοσύνη τους στον Θεό, που με αγάπη δημιούργησε αυτόν τον κόσμο. Για να βρίσκονται σε διαρκή κοινωνία μαζί Του.

Ο ναΐσκος του Προφήτη Ηλία, είναι τυπολογικά μια μονόχωρη δρομική βασιλική των μεταβυζαντινών χρόνων, με δίρριχτη κεραμοσκεπή ξύλινη στέγη, ορατή στο εσωτερικό του και ημικυκλική αψίδα Ιερού, που εμφανίζει μείωση προς τα βόρεια και στηρίζεται από αντηρίδα. Οι διαστάσεις του ναΐσκου είναι 4.90 x 8.55 μ. χωρίς την αψίδα του Ιερού. Η ύπαρξη δύο εισόδων είναι συνηθισμένη σε μεταβυζαντινούς ναούς, που προορίζονταν η δυτική για τις γυναίκες συνήθως και η νότια για τους άνδρες. Στην προκειμένη όμως περίπτωση η μικρή απόσταση που έχουν οι δύο είσοδοι (που είναι πανομοιότυπες) είναι μάλλον σπάνιο φαινόμενο. Στη βορειοανατολική πλευρά, ανάμεσα στην αντηρίδα και το βόρειο τοίχο υπάρχει τμήμα συμπαγούς λιθοδομής που διαφέρει από την υπόλοιπη τοιχοποιία από αργολιθοδομή. Επίσης στη βάση της κόγχης Ιερού υπάρχουν πέτρες που παίζουν το ρόλο της θεμελίωσης. Αυτά οδηγούν στην υπόθεση ότι προϋπήρχαν λείψανα κτίσματος ή παλαιότερου ναού που ενσωματώθηκαν στο σημερινό ναό. Με βάση τα παράθυρα, πολεμίστρες, την ημικυκλική κόγχη, τους ευτελείς οικοδομικούς τρόπους και άλλα στοιχεία, μπορεί να χρονολογηθεί στα χρόνια της όψιμης τουρκοκρατίας, γύρω στο 18ο αιώνα, χωρίς όμως να είναι απίθανη και μια αναγωγή στο 17ο αιώνα. Πάντως η ύπαρξη του μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1846.

Σήμερα ο ναός διατηρείται σε καλή σχετικά κατάσταση χωρίς μεγάλες επεμβάσεις και προσθήκες, εκτός από την αντικατάσταση των ξύλινων εισόδων με μεταλλικές, την ογκώδη αντηρίδα της ανατολικής πλευράς και το νεώτερο εξωτερικό καμπαναριό. Χαρακτηριστικό του ναού εκτός από τη μοναδική θέση του και την κάτασπρη μορφή του, είναι εξωτερικά η έκκεντρη είσοδος, η ανατολική ογκώδης ημικυκλική κόγχη με την αντηρίδα, όπως και το ενοποιημένο σύνολο στο εμπρόσθιο μέρος, που συνθέτουν η δυτική όψη του ναού, το δάπεδο με τα ασβεστωμένα σχήματα και το μικρό καμπαναριό πάνω στη βραχώδη βάση. Στο εσωτερικό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελούν τα δύο τυφλά τόξα στο βόρειο τοίχο που είναι ένα αξιόλογο μέσο διαπλάσεως της εσωτερικής επιφανείας της εκκλησίας.

Εσωτερικά ο ναός χωρίζεται σε δύο διαμερίσματα με ένα εγκάρσιο τόξο (σφενδόνιο) στο μέσο του κυρίως ναού, που χρησιμεύει για την στήριξη της στέγης. Το τόξο στηρίζεται σε δύο τμήματα κιόνων από παλαιότερη χρήση και παρόλο που είναι σχετικά χαμηλό δε διασπά το ναό αλλά διατηρείται η ενότητα των χώρων. Ο δυτικός χώρος νοείται σα νάρθηκας και σε αυτόν υπάρχουν οι δύο είσοδοι. Εκτός από τους κίονες στήριξης του εγκαρσίου τόξου υπάρχουν και άλλα παλαιοχριστιανικά αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν ενσωματωθεί στον κυρίως ναό με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία. Το τέμπλο με ύψος 1.90 μ. είναι ευθύγραμμο και κτιστό, όπως σε όλες τις εκκλησίες της Τουρκοκρατίας στην Αττική και έχει δύο εισόδους. Η ξύλινη στέγη αποτελεί μια τυπική κατασκευή με το αξονικό ξύλινο δοκάρι (τον κορφιά) που στηρίζει τα κεκλιμένα δοκάρια (τους αμείβοντες) επάνω στους οποίους είναι καρφωμένο το ξύλινο «πέτσωμα» που φέρει την κεράμωση. Η ξυλοκατασκευή όμως και η κεράμωση του δυτικού τμήματος (νάρθηκα) έχει αντικατασταθεί. Να παρατηρήσουμε ακόμη ότι η πόρτα εισόδου και η κόγχη του Ιερού δε βρίσκονται στον κατά μήκος άξονα του ναού. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την απουσία τυφλών τόξων στο νότιο τοίχο που να είναι αντίστοιχα με αυτά του βόρειου τοίχου, συνηγορούν στην άποψη ότι ο νότιος τοίχος ξανακτίστηκε για άγνωστους λόγους, λίγο νοτιότερα από την αρχική του θέση. Ο φωτισμός του κυρίως ναού γίνεται από ένα παράθυρο-πολεμίστρα στο νότιο τοίχο, ενώ στο Ιερό από επίσης ένα πολεμιστροειδές παράθυρο που δε βρίσκεται στην κόγχη, ως συνήθως, αλλά στο νότιο τοίχο.

Μέχρι το 1980 υπήρχαν τοιχογραφίες στο τύμπανο του πρώτου τυφλού αψιδώματος, στο βόρειο τοίχο του Ιερού, στην κόγχη του Ιερού, στο νότιο τοίχο. Επίσης στο τέμπλο, όπου όμως οι τοιχογραφίες έχουν επιζωγραφιστεί και έχει αλλοιωθεί η εμφάνιση τους. Στη συνέχεια αποκαλύφθηκαν με αφαίρεση του επιχρίσματος και άλλες τοιχογραφίες στο νότιο τοίχο, που ήταν διατεταγμένες σε πάνω και κάτω στρώση, όπως και κάποιες άλλες, ώστε να δικαιολογείται η υπόθεση ότι ο ναός ήταν άλλοτε κατάγραφος. Παρότι δεν πρόκειται για έργα υψηλής τέχνης, ο καλλιτέχνης φαίνεται ότι ήταν καλός σχεδιαστής και ακολουθεί αρκετά πιστά κάποια παλιά πρότυπα ενώ τολμά μερικούς ζωηρούς και θερμούς τόνους σε ευχάριστους συνδυασμούς.

Δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες για το ναΐσκο. Από αφηγήσεις παλαιοτέρων οδηγούμαστε στην υπόθεση ότι στην ίδια θέση προϋπήρχε εκκλησάκι από την τουρκοκρατία όπου τιμώταν το όνομα του Προφήτη. Και ακόμα περισσότερο είναι πιθανό να υπήρχε κτίσμα από μακρινές κι απροσδιόριστες εποχές. Πολλά μεγάλα λιθάρια που κύλισαν από την κορυφή, σπασμένα από το κατρακύλισμα και παραμορφωμένα, είναι στοιχεία που συνηγορούν στην ύπαρξη παλαιότερου κτίσματος. Άλλωστε από την εποχή του Δημοσθένη η περιοχή, ιδίως στους Βόρειους και Ανατολικούς πρόποδες του λόφου, ήταν κατοικημένη. Δεν αποκλείεται πάντως λόγω της περίοπτης θέσης του λόφου, να υπήρχε στην κορυφή του κάποιος άλλος αρχαίος ναός ή κάποιο παρατηρητήριο. Σύμφωνα με όλες τις αφηγήσεις το εκκλησάκι έχτισε κάποιος Παπακωνσταντίνου, πρόγονος των αποκαλούμενων «Κουτσέ».

Σήμερα το εξωκκλήσι παραμένει προσβάσιμο στους επισκέπτες. Ανήκει στην ενορία της Του Χριστού Γεννήσεως. Πανηγυρικός Εσπερινός και Θεία Λειτουργία, τελούνται κατά την παραμονή και την ημέρα εορτής του Προφήτου αντίστοιχα, ενώ κατά καιρούς τελούνται και κάποια μυστήρια.

Comments

Popular posts from this blog

Τρείς Ιεράρχες: Απ' τον 4ο στον 21ο αιώνα

Η εντυπωσιακή Ιερά Μονή Παναγίας Σεπετού Ολυμπίας και η σπουδαία της ιστορία

Η ιστορία του ήρωα του Αλβανικού μετώπου και προπάππου μου Ηρακλή Βλάχου