Μιά δόξα της πατρίδας: Το Μεσολόγγι

To Μεσολόγγι, ακόμη αντέχει. Κι ας σφυροκοπιέται με μικρές μονάχα διακοπές, τέσσερα χρόνια τώρα. Από τις 31 Δεκεμβρίου του 1822, που έγινε η πρώτη του πολιορκία έως τον Απρίλιο του 1826.
«Αποθνήσκωμεν αλλά δεν προσκυνούμεν». Αυτή είναι η απάντηση των αγωνιστών του κάθε φορά που ο εχθρός τους προτείνει να συνθηκολογήσουν. Δεν τους τρομάζουν ούτε οι αριθμοί, ούτε τα βόλια, ούτε οι βόμβες, ούτε τα κανόνια. Δεν παραδίδονται.
Μέρα με την ημέρα όμως, τους κυκλώνουν απελπιστικά, η πείνα με την αρρώστια. Δεν μπορούν από πουθενά να μεταφέρουν τρόφιμα. Ο εχθρός, έχει από παντού κυκλώσει την πόλη. Ό,τι προμήθειες είχαν, έχουν πια σωθεί. Πάνω στην ανάγκη τους, τρώνε ό,τι βρεθεί μπροστά τους. Έχουν γίνει σωστά φαντάσματα. Η πόλη, ένα κλειστό κοιμητήριο. Καθημερινά πεθαίνουν παιδιά, νέες, νέοι και γέροι από την εξάντληση. Μήπως ήρθε η ώρα να παραδοθεί η πόλη; Αφού το χέρι τρέμει από την πείνα και τα πόδια λυγίζουν;
Στις 6 Απριλίου, οι αρχηγοί της φρουράς, με Πρόεδρο τον Επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ, συνεδριάζουν. Σκέπτονται τι πρέπει να κάνουν. Κι όλοι, μ' ένα στόμα, εκφωνούν την απόφαση: Δεν θα παραδοθούν! Μία λύση μονάχα υπάρχει: Να διασχίσουν το στρατόπεδο μία από τις επόμενες νύχτες. Κι αν ζήσουν, να συνεχίσουν τον αγώνα για την πατρίδα. Αν πάλι κατά την έξοδό τους αυτή σκοτωθούν, θα πεθάνουν ελεύθεροι. Στα χέρια των Τούρκων δεν θα πέσουν! Όλη η πόλη συμφωνεί. Ορίζεται η μέρα της εξόδου: Η νύχτα της 10ης Απριλίου. Σάββατο του Λαζάρου.
Τούτες τις τελευταίες ώρες, το Μεσολόγγι, φτάνει στο κορύφωμα του μεγαλείου του. Οι αγωνιστές της φρουράς κι όσοι μπορούν, ετοιμάζονται για την ηρωική έξοδο. Οι γυναίκες, ντυμένες με ανδρικές στολές και σπαθιά στα χέρια, αποφασισμένες να χτυπήσουν, αν χρειαστεί, στο δρόμο τον εχθρό. Οι άρρωστοι, οι γέροντες, τα μικρά παιδιά, μένουν στην πόλη. Όχι όμως για να παραδοθούν. Θα πολεμήσουν κι εκείνοι, όσο μπορούν κι ύστερα θα βάλουν φωτιά και θα τιναχτούν στον αέρα. Όση πυρίτιδα και όσα φυσέκια έχουν απομείνει, μεταφέρονται στα σπίτια. Τα κανόνια, παραχώνονται μέσα στα χαντάκια. Και το πιο συγκινητικό, είναι πως τα τυπογραφικά στοιχεία και τα πιεστήρια, που τα χρησιμοποιούσαν έως τώρα για να τυπώνουν τις ένδοξες στιγμές του αγώνα τους κι αυτά τα σκόρπισαν και τα έθαψαν, για να μην μολυνθούν απ' τα βάρβαρα χέρια! Κι αφού ετοιμάστηκαν, μαζεύονται όλοι στην Εκκλησία. Συμμετέχουν με κατάνυξη στην Θεία Λειτουργία, αλληλοσυγχωρούνται και μεταλαμβάνουν του Σώματος και του Αίματος Του Χριστού.
Η ώρα έφτασε. Στις 10 Απριλίου, στις 2 τη νύχτα, χωρισμένοι σε 3 φάλαγγες ξεκινούν. Πίσω τους έρχονται κι άλλοι που είχαν καθυστερήσει. Ήταν σκληρή, βλέπετε, η ώρα του αποχωρισμού απο γονείς και φίλους που απόμειναν στην πόλη. Ξεκινούν τώρα όλοι μαζί με μία κοινή απόφαση: Ή να ζήσουν ελεύθεροι ή να πεθάνουν! Για τους περισσότερους, έγινε το δεύτερο. Διότι δεν πρόλαβαν καλά-καλά να περάσουν το πρώτο χαράκωμα κι έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών. Κι εκεί όμως, πάλεψαν. Λιγοστοί μόνο, ύστερα από πολλές κακουχίες, κατάφεραν να περάσουν στην υπόλοιπη Ελλάδα, ελεύθεροι.
Όσο για εκείνους που δεν άφησαν το Μεσολόγγι, συγκεντρώθηκαν στα πιο μεγάλα σπίτια. Ανάμεσά τους τότε ξεχώρισε μία σεβάσμια μορφή: Ο Χρήστος Καψάλης, ένας απ' τους προκρίτους του Μεσολογγίου. Το πρωί της ημέρας που θα γινόταν η έξοδος, πέθανε η γυναίκα του. Σαν ξεψύχησε, την ασπάστηκε κι ύστερα ήρεμος γύρισε στον γιο του που έκλαιγε δίπλα του: «Μην κλαίς, παιδί μου, αλλά να χαίρεσαι που πέθανε η μητέρα σου και δεν υπέφερε τα δεινά της αιχμαλωσίας. Και τώρα άκουσε τα τελευταία μου λόγια: Απόψε τη νύχτα, εσύ να φύγεις μαζί με τους άλλους. Προσπάθησε να σωθείς. Όσο για μένα, μη νοιάζεσαι. Εγώ είμαι άρρωστος και γέρος, γι' αυτό θα μείνω εδώ. Προτιμώ να πεθάνω μέσα στην πόλη, παρά να πέσω αιχμάλωτος, βγαίνοντας έξω». Πατέρας και γιος, με δάκρυα στα μάτια, αποχαιρετιούνται. Ύστερα ο Χρήστος Καψάλης, ακουμπώντας στο μπαστούνι του, γυρνά από γειτονιά σε γειτονιά, καλώντας τους γέροντες και τους αρρώστους να τον ακολουθήσουν. Πολλοί, ολοπρόθυμα, πήγαν μαζί του και κλείστηκαν σε μία πυριτιδαποθήκη.
Σαν μπήκαν οι εχθροί στην πόλη, την ίδια νύχτα που οι υπερασπιστές της έκαναν την έξοδό τους, μαζεύτηκαν γύρω από την πυριτιδαποθήκη όπου έχει κλειστεί ο Χρήστος Καψάλης και οι συν αυτώ, νομίζοντας πως θα βρούν εκεί μέσα λάφυρα για να λεηλατήσουν. Από μέσα, οι κλεισμένοι Μεσολογγίτες, έψαλλαν εξόδιους ύμνους κι άλλα πατριωτικά τραγούδια. Ο Χρήστος Καψάλης, γεμάτος συγκίνηση μα με σταθερό χέρι, ανάβει έναν πυρσό και βάζει φωτιά στην πυρίτιδα! Φίλοι κι εχθροί, τινάζονται στον αέρα. Έτσι, οι γέροντες, οι άρρωστοι, οι ανήμποροι Μεσολογγίτες, προσεφέραν κι εκείνοι την ζωή τους, ολοκαύτωμα, θυσία, γιατί θέλησαν να πεθάνουν ελεύθεροι παρά να ζήσουν σκλαβωμένοι.
Το ίδιο έγινε και σε άλλα σημεία της πόλης, για δυο ημέρες, μέχρι τις 12 Απριλίου. Τότε όλα κόπασαν, γιατί πλέον δεν έστεκε τίποτα όρθιο. Έτσι ο εχθρός πήρε στην εξουσία του έναν σωρό από ερείπια, πέτρες και πτώματα. Για την Ελλάδα όμως, τούτο το ερειπωμένο Μεσολόγγι, έγινε η δόξα της και το αθάνατο μεγαλείο της! Έγινε στα μάτια φίλων και εχθρών, το ιερό σύμβολο της λευτεριάς, για να θυμίζει στο διηνεκές, στον καθέναν μας, μία αθάνατη αλήθεια: Κάλιο να πεθάνει κανείς ελεύθερος, παρά να ζει σκλάβος και δούλος. Κι ακόμη, πως κάθε τέτοια θυσία, γίνεται το ξεκίνημα, για μία νέα ζωή, για μία Ανάσταση!

Kαι για εμάς σήμερα, το Μεσολόγγι, είναι ένας οδηγός στις περιοχές της αληθινής Ελευθερίας. Στης αδούλωτης ψυχής τα άπαρτα κάστρα. Ένας οδοδείχτης. Μας δείχνει της κάθε μέρας τον αγώνα:
Να δίνουμε θαρραλέες μάχες με όποιον εχθρό πασχίζει να σκλαβώσει την καρδιά, τον νου, την ψυχή και το σώμα μας.
Να σπάμε τις αλυσίδες που ύπουλα οι αδυναμίες, τα ελαττώματα και άλλοι παράγοντες, θέλουν να βάλουν πάνω μας.
Να κάνουμε μία ηρωική έξοδο απ' την σκλαβιά του «εγώ» προς της αγάπης τους όμορφους κόσμους.
Καλό Σαββατοκύριακο ελεύθεροι πολιορκημένοι!
Υ.Γ. Στην φωτογραφία, ο Χρήστος Καψάλης ανατινάζει την πυριτιδαποθήκη - πίνακας του Θεοδώρου Βρυζάκη.

Comments

Popular posts from this blog

Τρείς Ιεράρχες: Απ' τον 4ο στον 21ο αιώνα

Η εντυπωσιακή Ιερά Μονή Παναγίας Σεπετού Ολυμπίας και η σπουδαία της ιστορία

Η ιστορία του ήρωα του Αλβανικού μετώπου και προπάππου μου Ηρακλή Βλάχου