28 Μαΐου 1453: Η τελευταία Θεία Λειτουργία στην Αγιά Σοφιά
Είναι απόγευμα Δεύτερας, 28 Μαΐου του 1453. Η τελευταία ελεύθερη βραδιά της κοσμοξακουσμένης πόλης, που θα ξημερώσει την τραγική Τρίτη. Η πολιορκία των τούρκων συνεχίζεται. Όσο βλέπουν την γενναία αντίσταση των Ελλήνων, τόσο η λύσσα τους κορυφώνεται..
Η αγωνία και ο τρόμος, μαζί με το σκοτάδι που πέφτει αργά, πλακώνουν με τρόπο αβάσταχτο τις καρδιές των κατοίκων. Περιμένουν με οδύνη να δουν από τη μία στιγμή στην άλλη, τα απόρθητα μα ρημαγμένα πια τείχη της Πόλης να υποχωρούν, να γκρεμίζονται και τους βάρβαρους να ορμούν μέσα.
Ώρες τραγικές. Ώρες απερίγραπτης αγωνίας. Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο ηρωικός Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, θέλει για μία ύστατη φορά να εμψυχώσει τον λαό του. Θέλει, προτού θυσιάσει τη ζωή του στον απεγνωσμένο αυτόν αγώνα, ν' αποχαιρετίσει όλους εκείνους που σε λίγες ώρες θα έπεφταν μαζί του, προτιμώντας το θάνατο παρά τη σκλαβιά.
Συγκινούμαι κάθε φορά που διαβάζω τον τελευταίο λόγο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, όπως τον έχει καταγράψει ο ιστορικός εκείνης της εποχής Γεώργιος Φραντζής, στενός φίλος του Αυτοκράτορα και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων. Σας τον παραθέτω ολόκληρο, στο πρωτότυπο κείμενο, στον παρακάτω σύνδεσμο: https://el.wikisource.org/wiki/Ομιλία_του_Κωνσταντίνου_ΙΑ%27_Παλαιολόγου_λίγο_πριν_από_την_Άλωση_της_Κωνσταντινούπολης. Αξίζει να τον διαβάσετε. Δεν είναι απλά ο λόγος ενός μελλοθάνατου. Είναι ένας βαθιά συγκινητικός, υπέροχος, γεμάτος πίστη στη δικαιοσύνη Του Θεού λόγος. Ένας λόγος αντάξιος ενός Βυζαντινού Αυτοκράτορα, μίας ένδοξης αυτοκρατορίας θεμελιωμένης πάνω στην Ορθοδοξία.
Σύμφωνα πάντοτε με τον Γεώργιο Φραντζή, όταν ο αυτοκράτορας έπαψε να μιλά στο βουβό πλήθος, μία συγκινητική στιγμή ακολούθησε: Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που σε λίγες ώρες θα πότιζαν με το αίμα τους τη δοξασμένη γη που πατούσαν, «έκαναν την καρδιά τους λιονταρίσια». Τα μάτια τους γέμισαν δάκρυα κι αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον, ζητούσαν συγχώρεση. Μία μονάχα σκέψη, μία σφοδρή επιθυμία κυριαρχούσε μέσα στην καρδιάς τους: «του αποθανείν ίνα την πατρίδα φυλάξωσι».
Αμέσως μετά έγινε μία από τις τραγικότερες και μεγαλειωδέστερες σκηνές της Παγκόσμιας Ιστορίας: Όλο αυτό το μελλοθάνατο πλήθος των Ελλήνων του Βυζαντίου, σαν να πήρε ξαφνικά μία υπερκόσμια προσταγή, όρμησε προς την Αγιά Σοφιά. Τόσες φορές στη μακραίωνη ιστορία της, ο μεγαλοπρεπής περίβολός της γέμισε από παρόμοια πλήθη πιστών. Και οι απέραντες αψίδες της και οι αχανείς της θόλοι, αντήχησαν από ικετήριες κραυγές κι ευχαριστήριες δοξολογίες. στις τραγικές και ένδοξες στιγμές της ιστορίας της. Μα τούτη τη φορά, ήταν κάτι το αλλιώτικο, κάτι που δεν είχε συμβεί καμιά άλλη φορά στο παρελθόν και δεν θα συνέβαινε και στο μέλλον.
Τ' αμέτρητα χρυσοκέντητα πολυκάνδηλά της, οι τέραστιοι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι, έχυναν έναν χείμαρρο φωτός επάνω στα πολύχρωμα μάρμαρά της και τα ολόχρυσα ψηφιδωτά της. Κι αυτά όλα αντανακλούσαν το φως μέσα στους τεράστιους θόλους της, σε χίλια μύρια χρώματα. Η Αγιά Σοφιά έλαμπε ολόκληρη σαν να γιόρταζε έναν θρίαμβο νίκης.
Όλο το πλήθος των αυλικών, οι άρχοντες, ο κλήρος, οι στρατιωτικοί αρχηγοί και η κοσμοθάλασσα του λαού, με επικεφαλής τον ίδιο τον Αυτοκράτορα, πήγε να γονατίσει σ' εκείνον τον ιερό χώρο. Πήγε να αναπέμψει στην Υπερμάχο Στρατηγό, την ύστατη αγωνιώδη ικεσία του. Όλοι έκλειναν το τραγικό μυστικό στην καρδιά τους. Τα στεγνά τους χείλη δεν ήθελα να προφέρουν πως θα ήταν η στερνή φορά.
Τα μίση και οι κακίες, έσβησαν μονομιάς. Όλη εκείνη η κοσμοπλημμύρα, έγινε μιά καρδιά που αγωνιούσε. Έγινε μία ψυχή που έστελνε στον ουρανό την πιο βαθιά ικετήρια κραυγή απ' όσες μετέφεραν ποτέ άγγελοι στον θρόνο Του Θεού.
Ο Πατριάρχης, πλήθος αρχιερέων, ιερέων, διακόνων και οι δύο τεράστιοι χοροί των ψαλτών, άρχισαν την βραδινή αυτή Θεία Λειτουργία. Ποτέ άλλοτε οι συγκινητικές ευχές της λειτουργίας μας, δεν μίλησαν βαθύτερα στις ψυχές των βυζαντινών προγόνων μας. Ποτέ άλλοτε η πρόσκληση «άνω σχώμεν τας καρδίας» δεν ανύψωσε ψηλότερα ανθρώπινες καρδιές. Και ποτέ άλλοτε το «Κύριε ελέησον», που το έψαλλε όλο το πλήθος, σαν ένα στόμα, ανακατεμένο με λυγμούς, δεν έσκισε με τόση αγωνία τον τεράστιο τρούλλο για να πλημμυρίσει τον αστρόφωτο ουρανό.
Και η τελευταία λειτουργία προχωρεί, για να φτάσει στο πιο επίσημο μέρος, που θα έγραφε μία μοναδική σελίδα ιστορίας, με μελάνη αθανασίας. Ο Πατριάρχης βγαίνει στην ολόφωτη Ωραία Πύλη με το πολύτιμο Άγιο Ποτήριο στα χέρια και καλεί τα πλήθη να πλησιάσουν «μετά φόβου Θεού, Πίστεως και Αγάπης». Μεγαλειώδης σκηνή! Ο Αυτοκράτορας δίνει πρώτος το σύνθημα. Σκύβει και ασπάζεται με συγκίνηση τους αυλικούς του, τους μεγιστάνες, τους στρατιωτικούς αρχηγούς και ζητά συγχώρεση. Ξέρει πως θα είναι η τελευταία μεταλαβιά του, που θα του έδινε και την δύναμη για την αυριανή θυσία. Το παράδειγμά του, το μιμήθηκαν όλοι οι παρευρισκόμενοι. Ήταν ο τελευταίος ασπασμός. Αύριο, δεν θα υπήρχαν ζωντανοί να φιλήσουν τις μυριάδες των νεκρών..
Μία ατελείωτη σειρά ανθρώπων, με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα, βάδιζαν αργά, με κατάνυξη, για να δεχτούν μέσα τους το Σώμα και το Αίμα Εκείνου, που θα τους έδινε σε λίγες ώρες τη γενναιότητα για να πολεμήσουν σαν στρατιώτες-ήρωες και να πεθάνουν σαν ήρωες-Χριστιανοί.
Οι τελευταίοι ήχοι των ύμνων έσβησαν απαλά. Οι καπνοί του θυμιαμάτος τους ανέβασαν ως τον σκοτεινό θόλο του ουρανού. Η παράδοση λέει πως δεν ακούστηκε ποτέ το «δι ευχών». Ίσως γιατί οι ύμνοι της τελευταίας Θείας Λειτουργίας στην Πόλη, θ' αντηχούν αιώνια μέσα στα κατάβαθα της ψυχής του Γένους των Ελλήνων. Μέχρι να «ξαναγυρίσουμε να την λειτουργήσουμε»..
Κι όπως έγραψε ο μεγάλος Γάλλος βυζαντινολόγος, Γουστάβος Σλουμπερτζέ: «η αγωνιώδης αυτή τελευταία Θεία Λειτουργία μίας πανένδοξης αυτοκρατορίας, μέσα στην μεγαλοπρεπή αυτή εκκλησία, την τόσο λαμπρή και ξακουστή σ' όλο τον κόσμο, κρύβει μέσα της μία τόσο άφθαστη ομορφιά, ώστε το Ελληνικό Έθνος μπορεί να είναι υπερήφανο γι' αυτήν».
Και είναι!
Comments
Post a Comment