Eπικήδειος λόγος Ανέστη Βλάχου Junior κατά την εξόδιο ακολουθία του παππού του Ανέστη Βλάχου 27/08/2021


«Θάνατος ανδρί ανάπαυμα, συνέκλεισε γαρ ο Θεός κατ' αυτού», διαβάζουμε στο βιβλίο Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης και ο θεόπνευστος αυτός λόγος, σημαίνει πως ο θάνατος, αποτελεί ανάπαυση για τον άνθρωπο, διότι ο Κύριος, δια του θανάτου, θέτει τέρμα στις θλίψεις και στις περιπέτειές του.

Κι όσο κι αν τα δύσκολα στη ζωή μας είναι θέμα οπτικής, θεωρώ, πως αν βλέπαμε την ζωή από τα μάτια του Ανέστη Βλάχου των παιδικών του χρόνων, αλλά και μετέπειτα, εύκολα θα αντιλαμβανόμασταν τι σημαίνει περιπέτεια, θλίψη, απώλεια, αγώνας για την επιβίωση. Αλλά παράλληλα, θα παίρναμε κι ένα μεγάλο μάθημα για το πως μέσα από τα χαλάσματα μιας ζωής, μπορεί ο άνθρωπος να βρει τη δύναμη, αλλά και τα υλικά εκείνα, ώστε να κτίσει ένα λαμπρό οικοδόμημα, στηριγμένο σε ισχυρούς πυλώνες, όπως είναι η αξιοπρέπεια, η εντιμότητα, η ακεραιότητα και άλλες σπουδαίες και δυσεύρετες στην εποχή μας αξίες.

Γεννημένος το 1934, στην μαρτυρική κωμόπολη της Προσοτσάνης, στην οποία άνθισε ο Μακεδονικός αγώνας, με πρωτεργάτη τον παππού του, Φίλιππο Βλάχο, ο οποίος αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους συνεργάτες του Παύλου Μελά στην περιοχή. Η μητέρα του Σοφία, έμελλε να γνωρίσει τον καπνεργάτη πατέρα του από την Προσοτσάνη, Ηρακλή, στην Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί ως προσφυγοπούλα από την Σαμψούντα της Μικράς Ασίας με τη μητέρα της διότι ο πατέρας χάθηκε στην Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Ηρακλής, θα την κλέψει σε ηλικία 15 ετών, θα την παντρευτεί και σε λίγους μήνες θα φέρουν στην ζωή τον καρπό του ερωτά τους.

Έξι χρόνια αργότερα ξεσπά ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και ο πατέρας του θα καταταγεί εθελοντικά. Στις 19 Μαρτίου του 1941, θα πέσει ηρωικά, από ιταλικό βόλι, υπερασπιζόμενος το θρυλικό Ύψωμα 731, περνώντας στο πάνθεον των αθανάτων ηρώων, αλλά αφήνοντας τον μονάκριβο γιό του ορφανό από πατέρα στην πιο τρυφερή του ηλικία. Η ζωή του μικρού Ανέστη και της μητέρας του θα δυσκολέψει από εκείνη την στιγμή δραματικά. Υπέφεραν πολύ για να τα βγάλουν πέρα. Θα βρεθεί στο Ορφανοτροφείο της Δράμας, όπου θα ξεκινήσει να φοιτά στο Δημοτικό Σχολείο και παράλληλα να προσφέρει διακονία ως ιερόπαις, τις Κυριακές, στον ναό.

Θα μείνει εκεί τέσσερα περίπου χρόνια, ώσπου το 1946, η μητέρα του θα τον πάρει και θα κατέβουν στην Αθήνα που ακόμη μετρούσε τις πληγές του πολέμου για να αναζητήσουν μία καλύτερη ζωή. Η αναζήτηση αυτή δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Θα αναγκαστεί, ακόμη και να ζητιανέψει, κάτι για το οποίο δεν θα ντραπεί ποτέ. «Εδώ, ζητιάνευε ένας Νικηταράς», έλεγε. Μέσα στο ασφυκτικά μικρό δωμάτιο που θα καταφέρουν να μισθώσουν στην Αγία Ελεούσα της Καλλιθέας, το οποίο είχε μέσα μία ντουλάπα, ένα κρεββάτι κι ένα γκαζάκι για το γάλα, θ’ αρχίσει να κάνει τα πρώτα του όνειρα, τις πρώτες πολιτικές του σκέψεις.

Πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο της ELCO. Kατόπιν σ’ ένα τυπογραφείο. Αργότερα σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Κατόπιν σ’ ένα κουρείο. Παράλληλα κάνει οικοδομικές εργασίες. Ένα αδιάκοπο κυνήγι του μεροκάματου. Παράλληλα η μητέρα του, που κατείχε την τέχνη της ραπτικής σε υψηλό επίπεδο, ράβει για τις γυναίκες της υψηλής κοινωνίας των Αθηνών. Η φήμη της θα φτάσει μέχρι τα ανάκτορα, όπου η Βασίλισσα Φρειδερική, ενθουσιασμένη από την δουλειά της, θα της εμπιστευτεί το ντύσιμό της.

Έχουν αρχίσει στοιχειωδώς να στέκονται στα πόδια τους. Η μητέρα του αποφασίζει να τον στείλει στην σχολή Ναυτικών «Προμηθέας», μαζί με τον μικρότερο αδελφό της, για να γίνει ναυτικός. Όμως ο Ανέστης, που παράλληλα είχε αποκτήσει μεγάλη αγάπη για τον κινηματογράφο, έχει πάρει ήδη την απόφαση να γίνει ηθοποιός. Εγγράφεται κρυφά, λόγω της αντιθέσεως της μητέρας του, στην Σχολή Λυκούργου Σταυράκου, κάνοντας συμφωνία να αποπληρώνει μέρος των διδάκτρων πραγματοποιώντας εργασίες ελαιοχρωματισμού στο κτίριο της Σχολής.

Εκεί, όπως ο ίδιος δήλωνε θα σταθεί τυχερός, διότι είχε εκπληκτικούς δασκάλους, όπως τον Γρηγορίου, τον Διαμαντόπουλο, τον Τσαρούχη, τον Θεοδωράκη, τον Βολονάκη, τον Κουν και πολλούς άλλους. Συμμαθητής του ήταν ο Κώστας Καζάκος και άλλοι σπουδαίοι μετέπειτα ηθοποιοί.

Την εποχή εκείνη και συγκεκριμένα το 1954, φτάνει στην Ελλάδα ο διακεκριμένος Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Γρηγόρης (Γκρέγκ) Τάλλας, ο οποίος αναζητά μέσα από τις διάφορες σχολές, έναν πρωταγωνιστή για την ταινία του «Αγιούπα», ο οποίος έπρεπε να πληρεί τα κριτήρια ενός γεροδομένου χωριατόπαιδου. Είδε αμέτρητους μαθητές. Μόλις είδε τον Ανέστη Βλάχο, κατέληξε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ένα ταπεινό ξεκίνημα μίας λαμπρής καριέρας στον κινηματογράφο και στο θέατρο, που περιλαμβάνει περισσότερες από 180 ταινίες, πέντε διεθνή βραβεία και άλλες τιμητικές διακρίσεις για την προσφορά του στον πολιτισμό, με κορυφαίες στιγμές, με σπουδαίες συνεργασίες με συναδέλφους του και σκηνοθέτες και μοναδικούς σταθμούς. Μία καριέρα η οποία έχει ήδη κριθεί από αρμοδιότερους εμού.

Με γνωριμίες ζωής, όπως αυτή με την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν, τους οποίους μέχρι και τις τελευταίες ημέρες του επιγείου βίου του, θυμόταν με συγκίνηση, διότι στις δύσκολες ήμερες του ατυχήματος που είχε κατά τα γυρίσματα της τρίτης, αλλά πρώτης προβαλλόμενης ταινίας στην οποία συμμετείχε, το «Κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, εργαζόμενος παράλληλα ως γυψοσανιδάς, όταν μία πρόκα καρφώθηκε στο μάτι του και η ιατρική ολιγωρία, απόρροια των κοινωνικών ανισοτήτων της εποχής, θα σταθεί η αιτία να το χάσει, του στάθηκαν ως κάτι παράπανω από οικογένεια, αναλαμβάνοντας τα νοσήλειά του, αλλά και την διαμονή και την σίτησή του σε δικό τους διαμέρισμα στην οδό Κυδαθηναίων στην Πλάκα. Έχω την εντύπωση, πως γεμάτος χαρά, μετά τον Δημιουργό του, θα σπεύσει πρώτα εκείνους ν’ ασπαστεί και να αγκαλιάσει στην ουράνια βασιλεία.

Ακολούθησε μία αγνή, ανιδιοτελή και ρομαντική πορεία αυτοθυσίας και προσφοράς στα κοινά και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, υπηρετώντας την κοιτίδα του Πολιτισμού, την αιώνια πόλη του φωτός, που σήμερα τον τιμά, μέσω του Δημάρχου της Κώστα Μπακογιάννη και τον δέχεται στα σπλάχνα της, αλλά και τον τίμησε, εκλέγοντάς τον πρώτο σε σταυρούς προτίμησης δημοτικό σύμβουλο, την Αθήνα.

Την αγάπησε πολύ την Αθήνα και δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Όχι μόνον τα χρόνια που την υπηρέτησε ως Αντιδήμαρχος, αλλά μέχρι την ύστατη ώρα, παρά τις δικές μας προτροπές και παραινέσεις. Η Πλατεία Βικτωρίας, η αγαπημένη του γειτονιά, τα αγαπημένα του στέκια, από σήμερα, πάρα την πολυκοσμία τους, θα φαντάζουν άδεια. Έρημα. Ψυχρά.

Είχε όμως άλλες τρείς μεγάλες αγάπες. Την Δόξα Δράμας, όμαδα της γενέτειράς του, της οποίας διετέλεσε και εκπρόσωπος, την ομάδα της προσφυγιάς, την ΑΕΚ, στην οποία επίσης είχε θεσμικό ρόλο και στης οποίας το νέο γήπεδο είχε μεράκι να βρεθεί έστω και για ένα παιχνίδι και ανυπομονούσε για την κατασκευή του. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής. Το ΠΑΣΟΚ της Δημοκρατίας, το ΠΑΣΟΚ του ανυπέρβλητου Ανδρέα Παπανδρέου, για τον οποίο έτρεφε αισθήματα βαθιάς εκτίμησης και θαυμασμού, της αλησμόνητης όπως έλεγε Μελίνας Μερκούρη, του Γιώργου Γεννηματά.

Έκανε δύο γάμους, έναν με την εκλιπούσα εδώ και τρία χρόνια, Αναστασία Παπανδρώνη κι έναν με την παρούσα, συνάδελφό του ηθοποιό Μαίρη Γαρίτση και απέκτησε δύο εξαιρετικά παιδιά, τον Ηρακλή από την Αναστασία και την Έλλη από την Μαίρη, τα οποία με την σειρά τους του χάρισαν εγγόνια, τα οποία έκαναν την καρδιά του να ξεχειλίζει από συναίσθημα. Αγάπησε και σεβάστηκε τις γυναίκες, ιδιαίτερα στον χώρο της δουλειάς του και τίμησε το ισότιμο με το ανδρικό γυναικείο φύλο όπως του αρμόζει.

Ο Ανέστης Βλάχος, υπήρξε ένας εραστής της τέχνης, ένας αθεράπευτα ρομαντικός. Ένας άνθρωπος ταπεινός, δοτικός, με παράλληλα τεράστιο εκτόπισμα. Ένας άνθρωπος που αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ, από έναν σπουδαίο και υπερήφανο λαό, που στο πρόσωπό του είδε και βλέπει ακόμη και τώρα, όχι έναν διάσημο ηθοποιό, αλλά έναν δικό του άνθρωπο. Έναν άνθρωπο πάντοτε πρόθυμο να προστρέξει στην ανάγκη του και να αξιοποιήσει τις όποιες γνωριμίες και την όποια θεσμική ιδιότητα κατείχε για το κοινό όφελος. Αλλά κυρίως, έναν άνθρωπο που αξιοποίησε την ανθρώπινη ιδιότητα, σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο του Χριστού: «Αγαπάτε αλλήλους καθώς Εγώ σας ηγάπησα».

Από το ορφανοτροφείο και την τρώγλη της Καλλιθέας, βρέθηκε στα ανάκτορα κι από έκει στα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας, στο Πρωθυπουργικό και στα Υπουργικά γραφεία. Από την επαιτεία στα αξιώματα και στην καθολική αναγνώριση. Πότε του δεν ξέχασε όμως από που ξεκίνησε. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Ποτέ σου να μην είσαι υπερόπτης και να λες “Εγώ”. Τι θα πει “Εγώ”; Ένας απλός άνθρωπος είσαι όπως όλοι».

Ήταν σκληρός απέναντι στην πείνα, στην αδικία, στην ανισότητα. Δεν τις ανεχόταν. Δεν μου φτάνουν μέρες ολόκληρες να σας απαριθμώ τις ιστορίες που φτάνουν σε εμάς. Από ανθρώπους γνωστούς, αλλά και λιγότερο γνωστούς, που βίωσαν την ευεργεσία από την αγαπώσα καρδία του. Όλοι έχουν να πουν έναν καλό λόγο. Υπάρχει άραγε καλύτερο μνημόσυνο από αυτό;

Αγαπημένε μας πατέρα, παππού, σύζυγε, ανιψιέ, εξάδελφε,

Είναι τέσσερις ημέρες τώρα που έχεις αναχωρήσει, κι εμείς προσπαθούμε, σύμφωνα με τις επιταγές της Πίστεώς μας, να προσεγγίσουμε υπερβατικά το μυστήριο του θανάτου με την ελπίδα και την προσμονή της Αναστάσεως και της αιώνιας κοινής μας ζωής.

Εξάλλου ο ίδιος είχες συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου: «Εδώ πέθανε ο Θεάνθρωπος Χριστός», έλεγες. «Δεν θα πεθάνω εγώ;».

Όμως ο πόνος του έστω και πρόσκαιρου αποχαιρετισμού, πλημμυρίζει την καρδιά μας με πόνο, με λύπη, με σπαραγμό.

Πως να αποχαιρετήσουμε τον άνθρωπο με τον οποίο μας συνδέει όχι μόνον ένα κοινό όνομα, αλλά σύνδεσμοι ιερότεροι και άρρηκτοι;

Δεν ήσουν ο πατέρας και ο παππούς εκείνος ο οποίος αφήνει στα παιδιά και εγγόνια του και στα παιδιά του μία σπουδαία υλική κληρονομιά. Δεν είναι άλλωστε τα υλικά αγαθά, τα πολυτιμότερα στην ζωή αυτή. Μας αφήνεις όμως κάτι πολύ σπουδαιότερο, το οποίο πολλές φορές με προέτρεψες προσωπικά, να διαφυλάξω ως κόρη οφθαλμού:

Ένα όνομα τίμιο πλην όμως βαρύ.

Μας αφήνει όμως κι άλλους πολλούς, πνευματικούς θησαυρούς. Tην προσφορά της αγάπης, την τιμιότητα, την αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη. Υπάρχει κάτι πολυτιμότερο από αυτά;

Τελευταία πέρασες πολύ δύσκολα. Δίπλα σου βρέθηκε σύσσωμη η οικογένειά του. Τις τελευταίες δύσκολες και φρικτές ώρες όμως, δυστυχώς δεν μπορέσαμε, ελέω των πρωτοκόλλων. Εσύ όμως, γενναίος και λεβέντης όπως πάντα, συμφιλιώθηκες ακόμη και με το θάνατο.

Έφυγες υπερήφανος και ήσυχος για ό,τι άφηνεις πίσω σου. Χορεύοντας, όπως σ' εκείνη την συγκλονιστική τελευταία σκηνή του «Φόβου», η οποία έχει χαρακτηριστεί από πολλούς κριτικούς ως «καλύτερη σεκάνς του ελληνικού σινεμά».

Σε ό,τι με αφορά προσωπικά,

Σ’ έμενα έλαχε το βάρος της ευθύνης, να κουβαλώ τώρα το σπουδαίο, άσπιλο όνομά σου. Να είσαι βέβαιος πως θα κάνω το ανθρωπίνως δυνατό για να το τιμήσω και να το διαφυλάξω όπως μου παραδόθηκε.

Είναι γεγονός πως θα μου λείψει η άντληση από τον πλούτο των γνώσεών σου, η υποστηρικτική σου παρουσία σε κάθε μου εγχείρημα, η ευχάριστη παρέα σου.

Θα εύχομαι όμως και θα προσεύχομαι, όσο βρίσκομαι κι εγώ σε τούτη τη ματαιότητα, ο Κύριος της Ζωής και του Θανάτου, να αναπαύσει την ευγενή ψυχούλα σου εν χώρα ζώντων, μετά Αγίων και Δικαίων και να μας αξιώσει μία ημέρα και πάλι ν’ ανταμώσουμε,

αμήν!

Comments

  1. Συλλυπητήρια.... Ας έχει Ανάπαυση σε χώρα Ζώντων... Ο εγγονός, Άξιος του παππού, κι απο το κείμενο του αποκαλύπτεται το βάθος, η ποιότητα και πολλές αξίες δυσεύρετες στην εποχή μας. Ας εχει την ευχή του παππού στα βήματα του..

    ReplyDelete
  2. Συλλυπητήρια να έχετε την ευχή του.

    ReplyDelete
  3. Αιωνία η μνήμη . Καλό παράδεισο !

    ReplyDelete
  4. Καλό ταξίδι στη γειτονιά των αγγέλων Ανέστη, θα χορέψεις πάλι τον αγαπημένο σου χορό "εκεί ψηλά στα αστέρια"...Σίγουρα θα είσαι το πιο φωτεινό για τα αγαπημένα σου πρόσωπα. Άφησες τεράστια προσφορά στην τέχνη αλλά και παρακαταθήκη ήθους και αξιών στα παιδιά και στα εγγόνια σου. .....Αθάνατος! Αιωνία η μνήμη σου αξιομακάριστε φιλε μας.Καλό Παράδεισο



    ReplyDelete
  5. Αιωνία του η Μνήμη. Καλό Παράδεισο.

    ReplyDelete
  6. Καλό του παράδεισο....

    ReplyDelete

Post a Comment

Popular posts from this blog

Τρείς Ιεράρχες: Απ' τον 4ο στον 21ο αιώνα

Η εντυπωσιακή Ιερά Μονή Παναγίας Σεπετού Ολυμπίας και η σπουδαία της ιστορία

Η ιστορία του ήρωα του Αλβανικού μετώπου και προπάππου μου Ηρακλή Βλάχου