To Λιόπεσι (Παιανία) σταθμός ζωής και καλλιτεχνικής κορύφωσης αλλά και γαλήνιο λιμάνι για τον Φώτη Κόντογλου

Στις 13 Ιουλίου του 1965, στην Αθήνα, ύστερα από μετεγχειρητική μόλυνση, αφήνει την τελευταία του πνοή ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, λόγιος και δάσκαλος του Γένους, ο Φώτης Κόντογλου, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του και κόσμησε με την μοναδική του τέχνη ναούς ενός μικρού χωριού στην περιοχή των Μεσογείων, του Λιοπεσίου, της σημερινής Παιανίας.

Το μικρό και γειτονικό στην Αθήνα χωριό, έδωσε στον Κόντογλου τη χαρά να ξεκινήσει την σε μεγάλη κλίμακα δημιουργία του στην εκκλησιαστική ζωγραφική και συνδέθηκε με όλη του την καλλιτεχνική παραγωγή. Η συνάντηση του με το Λιόπεσι και τους κατοίκους του έγινε κάπως τυχαία. Ο σύζυγος της αδερφής του ήταν οικονομικός έφορος με έδρα το Κορωπί και στενές σχέσεις με την Παιανία. Έτσι όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη για εικονογράφηση του μέγαλου ναού της Ζωοδόχου Πηγής τους σύστησε τον ζωγράφο με το σπουδαίο ήδη όνομα στην Αθήνα. Οι κάτοικοι, οι ιερείς, οι προύχοντες και το εκκλησιαστικό συμβούλιο, παρά τις αντιλήψεις της εποχής, με χάρα ανέθεσαν την τοιχογράφηση του ιερού ναού, σε ένα άξιο καλλιτέχνη, γεμάτο φλόγα για την πατρίδα και την ορθόδοξη τέχνη.

Για την αγιογράφηση της Ζωοδόχου Πηγής, η οποία διήρκησε συνολικά 27 χρόνια (1939-1966) με μία διακοπή κατά την περίοδο της κατοχής, έχουμε πληροφορίες από επιγραφές που έγραφε ο ίδιος στις τοιχογραφίες από κάποια γραπτά του σημειώματα καθώς και από τις επιστολές που υπέβαλε στην επιτροπή του ναού για να αναλάβει την εργασία, οι οποίες φυλάσσονται στα αρχεία του ναού. Στο ίδιο αρχείο σώζονται επίσημα εγκριτικά έγγραφα του Υπουργείου Παιδείας, με υπογραφή μάλιστα του μεγάλου βυζαντινολόγου Α. Ορλάνδου, καθώς και δυο έγχρωμες μακέτες με τίτλους: «Τμήμα του Ναού με δείγμα διακόσμησης των σταυροθολίων» και «Ο Αγ. Ιουστίνος ο φιλόσοφος». Από τις επιγραφές η παλαιότερη του 1939, βρίσκεται στη βάση του Τεταρτοσφαιρίου της κόγχης και η νεότερη η οποία χρονολογείται από το 1966, δηλαδή μετά το θάνατο του Κόντογλου (προφανώς γράφτηκε από τους συνεχιστές του έργου του), στο βόρειο τοίχο του γυναικωνίτη.

Στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής, ο Κόντογλου, είχε την ευκαιρία για πρώτη φορά να ξεκινήσει να πραγματώνει σε μεγάλη κλίμακα τα όνειρα του για την ζωγραφική των συγχρόνων εκκλησιών με τον παραδοσιακό τρόπο. Είχε βέβαια τοιχογραφήσει πρίν τη Ζωοδόχο Πηγή και άλλες εκκλησίες, αλλά αυτές ήταν μικρά ιδιωτικά παρεκκλήσια. Αυτή τη φορά όμως δοκιμάζοταν σε έναν μεγάλων διαστάσεων Μητροπολιτικό Ναό. Η αγωνία του για την επιτυχία της αγιογράφησης φαίνεται και από το εικονογραφικό του πρόγραμμα που μπορεί να διακρίνει κανείς αβεβαιότητα και ακαταστασία. Ώσπου να ολοκληρώσει το έργο όμως, είχε εκτελέσει και άλλες αγιογραφήσεις ναών και απέκτησε και την ανάλογη πείρα, την οποία και τελικώς αποτύπωσε στην αγιογράφηση της Ζωοδόχου Πηγής, τον πρώτο μεγάλο ναό της ζωγραφικής του και ανάγκασε σύγχρονους ζωγράφους, καθηγητές, άνθρωπους των τεχνών, Υπουργούς, λογοτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος να εκφραστούν με ιδιαίτερα κολακευτικά σχόλια στο Βιβλίο των Επισκεπτών που σώζεται μέχρι σήμερα στο αρχείο του Ιερού Ναού.


Ο Φώτης Κόντογλου πάνω στην σκαλωσιά στην Ζωοδόχο Πηγή


Η δεύτερη πολύ μικρότερης βέβαια κλίμακας, μνημειακή παρουσία του Κόντογλου στην Παιανία, βρίσκεται στο μεταβυζαντινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκεύης, τον άλλοτε κοιμητηριακό ναό του χωριού.

Εκτός όμως από το κύριο έργο του στους δυο ιερούς ναούς και για το λόγο πως για αυτόν η ζωγραφική ήταν ένας κύριος τρόπος μέσω του οποίου επικοινωνούσε με τη φύση και τους ανθρώπους, ο Κόντογλου μας άφησε και άλλα σημάδια της εκπληκτικής του τέχνης. Οι ζωγραφικές αυτές του σημειώσεις, αντιστοιχούν κυρίως στις δυο περιόδους που δούλεψε στο Λιόπεσι και συνδέονται με την αρχή και το τέλος του πολέμου. Μερικές από αυτές είναι: Tο εκκλησάκι της Αγ. Μαρίνας μέσα σε ένα τοπίο πλούσιας βλάστησης, «η Θείτσα μου η Φεβρωνία στο Λιόπεσι», Αύγουστος 1939, που είναι ένα ρεαλιστικό ζωντανό σχέδιο μιας ηλικιωμένης ευτραφούς γυναίκας που κάθεται σε καρέκλα και κάτι μπαλώνει, η «Μανταρινιά, το πεύκο και η Λεμονιά», ένα απλό τοπίο με δυο βουνοπλαγιές και άλλα σχέδια τα οποία καταγράφουν κυρίως τοπία. Από τους ανθρώπους της Παιανίας, απέδωσε αυτό που συνεργάστηκε περισσότερο μαζί του, τον εφημέριο της Ζωοδόχου Πηγής, π. Στέφανο. Από τα πιο λεπτομερέστατα και περιγραφικά του σχέδια, είναι αυτό που αποτυπώνει την Πλατεία Δημοσθένους και το άγαλμα του Δημοσθένη. Έχεις επίσης αποδώσει τις εντυπώσεις του από την επίσκεψη του στο εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου. Στο σχέδιο καταγράφονται τα σκόρπια λείψανα της αρχαιότερης φάσης του μνημείου να συνυπάρχουν αρμονικά με τους κορμούς των δέντρων.









Όπως είναι φανερό, το Λιόπεσι, η Παιανία, αποτέλεσε έναν σημαντικό σταθμό στην καλλιτεχνική πορεία του Κόντογλου και ειδικότερα στον τομέα της εκκλησιαστικής του παραγωγής, καθώς εδώ, εφάρμοσε τις απόψεις του για την αγιασμένη αυτή τέχνη (όπως ο ίδιος έλεγε) σε μεγάλη κλίμακα.

Ο συμπολίτης μας φιλόλογος κ. Λευτέρης Βεκρής γράφει σχετικά: «Aπό το έργο που άφησε στην Παιανία ο Κόντογλου, μέσα από τα σχέδιά του, τις επιστολές του, τις μνήμες των κατοίκων της Παιανίας που τον αγάπησαν, γίνεται απτή η ιδιαίτερη προσωπική σχέση που είχε με το Λιόπεσι-Παιανία. Μια σχέση που ξεφεύγει από τα όρια της τυπικής συνεργασίας του αγιογράφου του ναού με τους ενορίτες του ναού. Στο Λιόπεσι ο Κόντογλου βρήκε συγγενείς και φίλους, βρήκε χώρο για την οικογένειά του, φιλικό περιβάλλον για τη γυναίκα και το παιδί του. Βρήκε μια κοινότητα "αρχαίων ανθρώπων", σαν αυτούς που παρουσιάζει στο "Αϊβαλί η πατρίδα μου", οι οποίοι ανυπόκριτα τον σέβονταν και τον αποδέχονταν. Ένιωθε ισότιμος με αυτούς και οι χωρικοί του Λιοπεσιού το εκτιμούσαν και το ανταπέδιδαν. Κάποιοι  από αυτούς τον ενέπνεαν και τους ζωγράφιζε. Βρήκε φυσικό, μη αστικοποιημένο περιβάλλον. Σε πολλά έργα του φαίνεται η αγάπη του για την έρημη και απάτητη φύση. Το Λιόπεσι του προσφέρει τη φυσική ηρεμία και τη δυνατότητα να τη ζήσει από κοντά. Τα αγροτόσπιτα του Λιοπεσιού με τα παραδοσιακά τους στοιχεία, τα πολλά διάσπαρτα εξωκλήσια με τοιχογραφίες καλής τέχνης, είναι εικόνες που αποτυπώνει με κάθε ευκαιρία με ένα μολύβι σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Αυτό που είναι σημαντικό για την εξέλιξή του ως αγιογράφου, είναι ότι στο Λιόπεσι βρήκε συνθήκες για να επιδοθεί με όρεξη και άνεση στο δημιουργικό του έργο. Στον Ί.Ν. Ζωοδόχου Πηγής Παιανίας δημιούργησε έργο για το οποίο και ο ίδιος εκφράστηκε με πολύ καλά λόγια αλλά και οι σύγχρονοί του. Ώς αντίδωρο άφησε έναν κατάγραφο ναό, ένα από τα καλύτερα δείγματα μνημειακής ζωγραφικής, έναν μεγάλο θησαυρό. Μακάρι όλοι ανά τους αιώνας να συμβάλλουν στη διατήρηση και συντήρηση του ναού».


Μνήμες κατοίκων της Παιανίας από τον Φώτη Κόντογλου 

(καταγεγραμμένες από την συμπολίτισσά μας κα Ελένη Σταμάτη σε συνεργασία με τα μέλη της Χ.Ε.Ν. Παιανίας)

Γράφει η κα Σταμάτη:

Από εκείνους που είχαν την τύχη να συναντήσουν τον Φώτη Κόντογλου, να τον γνωρίσουν σαν φίλο, σαν γείτονα, να συνομιλήσουν μαζί του, να τον δουν να περιφέρεται στους δρόμους του χωριού, να τον παρακολουθήσουν την ώρα της δημιουργίας του, δυστυχώς ελάχιστοι βρίσκονται ακόμα στη ζωή. Χρειάστηκε να σκαλίσουμε με δυσκολία τις μνήμες τους για να σκιαγραφήσουμε το χαρακτήρα του αγιογράφου, του διανοούμενου, του απλού ανθρώπου, που ήταν ο Φώτης Κόντογλου.

Στον περίγυρο του Κόντογλου, σύμφωνα και με τις δικές του μαρτυρίες, εκτός από τους παράγοντες της εκκλησιαστικής ζωής, (ιερείς, επιτρόπους, κ.λ.π.), βρέθηκαν από νωρίς, οι εξής οικογένειες: Η οικογένεια Κωνσταντίνου Δάβαρη, με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που συνδέθηκαν με την οικογένεια του καλλιτέχνη. Όι εγγονές του Μπάρμπα-Κώτσου, Αθηνά (Νιούλα, θυγατέρα Αθανασίου Κωνστ. Δάβαρη, και σύζυγος Αθανασίου Σπυρου Δάβαρη) και η αδελφή της Ελευθερία (Λίτσα, σύζυγος Θωμά Αθανασίου Χούντα-Μπατάκα), υπήρξαν οι πρώτες φίλες της Δέσπως Κόντογλου στο Λιόπεσι, και έχουν να θυμηθούν πολλά από κείνη την πρώτη περίοδο του Κόντογλου στο χωριό.

Η Ελένη (Νίτσα, θυγατέρα Σπύρου Δάβαρη, σύζυγος Σταματίου Σιδέρη-Τουτούμη), συμμαθήτρια της Δέσπως στο σχολείο στο Λιόπεσι, θυμάται ακόμα μερικά περιστατικά από τις οικογενειακές και προσωπικές στιγμές του Αγιογράφου, καθώς ο πατέρας της ήταν επίτροπος εκείνη την εποχή και προσκαλούσε συχνά την οικογένεια Κόντογλου στο σπίτι του. Πολύ έντονες είναι στη δική μου μνήμη οι πληροφορίες που έχω αντλήσει, εκούσια και ακούσια, από τον θείο και παππού μου, Φαρμακοποιό Δημήτριο Αθανασίου Σιδέρη, ο οποίος αναφερόταν στην προσωπικότητα του Κόντογλου, σχεδόν καθημερινά, μέχρι το θάνατό του. Ακόμα, υπάρχουν κάποια στοιχεία από τις διηγήσεις του παππού του συζύγου μου, του Νικολάου Σπυρίδωνος Σταμάτη (Ταρλαμπούμπα), που έχουν διασωθεί στην οικογένεια, καθώς εκείνος υπήρξε επίτροπος στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής επί μία εξαετία και διατηρούσε προσωπική επαφή με τον Κόντογλου. Μερικές νεότερες διηγήσεις από την Σοφία, θυγατέρα Ελευθερίου Στάμου, σύζυγο Αθανασίου Κωνσταντίνου Ανδρέου, έρχονται να συμπληρώσουν το ψηφιδωτό του βίου και του έργου του μεγάλου Καλλιτέχνη στο Λιόπεσι.Από τυχαίες συζητήσεις που έχω παρακολουθήσει κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας, και που τώρα ανακαλώ στη μνήμη μου, μπορώ να ξεχωρίσω πρόσωπα που διατηρούσαν μια φιλική σχέση με τον Κόντογλου, και που έχουν παίξει κάποιο ρόλο στη ζωή του εδώ
στο Λιόπεσι. 

Μέσα στις ιστορίες που ακολουθούν αναφέρονται κάποια από αυτά τα ονόματα, ενώ είναι πιθανόν να παραλείπονται κάποια άλλα, όχι βέβαια από σκοπού, αλλά γιατί η λήθη έχει ξεθωριάσει τα γεγονότα, και γιατί εκείνοι που θα μπορούσαν να τα ξαναζωντανέψουν δεν υπάρχουν πια.


Καταγραφή 1η: «Ένας καινούργιος φίλος»

Από διηγήσεις του Δημητρίου Σιδέρη, του Φαρμακοποιού.

Το φαρμακείο του χωριού ήταν ο χώρος που σύχναζαν όχι μόνον οι πελάτες, αλλά και όλοι όσοι είχαν και κάποιες περαιτέρω ανησυχίες πλην της καθημερινής βιοπάλης. Ό Φαρμακοποιός Μήτσος Σιδέρης (Δημήτριος Αθανασίου Σιδέρης), ήταν ο «οικοδεσπότης», ο γιατρός Ίωάννης Κάλφας, ο γιατρός ο Ντάβαρης (Ίωάννης Κωνσταντίνου Δάβαρης), ο παπά-Στέφανος Ζήτης, ο παπά-Νικόλας Ίωάννου, ο Μπάρμπα-Θανάσης ο Μπατάκας(Αθανάσιος Χούντας), ο Θανάσης ο Δάσκαλος (Αθανάσιος Σιδέρης) αλλά και πολλοί άλλοι απλοί άνθρωποι, που είχαν ενδιαφέρον για τα κοινά, περνούσαν τα βράδια τους στο στενό χώρο του φαρμακείου, ανάμεσα απ’τον μπάγκο, την φορτωμένη βιβλιοθήκη και το παλιό γραφείο. 

Όι καιροί ήταν δύσκολοι, οι ανησυχίες των ανθρώπων μεγάλες, ο πόλεμος πλησίαζε. Ατέλειωτες ήταν οι συζητήσεις στο φαρμακείο, πολλές φορές έφθαναν ως τα μεσάνυχτα. Ένα βράδυ, έκανε την εμφάνισή του ένας ξένος. Τον έφερε μαζί του ο Γιατρός ο Ντάβαρης (Ίωάννης Κωνσταντίνου Δάβαρης), που έτυχε να είχε μια οικογενειακή γνωριμία μαζί του. -Μήτσο, να σου συστήσω το Φώτη, τον Κόντογλου! Ό σεμνός, μικροκαμωμένος επισκέπτης, ένοιωσε άνετα ανάμεσα στους θαμώνες του Φαρμακείου. Η φήμη της τέχνης του, καθώς και η έμφυτη καλλιέργειά του, τον επέβαλαν στην ομήγυρη. Γρήγορα έγινε αισθητή η θυμοσοφία του, το χιούμορ του, η αγάπη του στην παράδοση, ο πλούτος της γνώσης του. Όι καταβολές του από το Αϊβαλί, τις οποίες δεν παρέλειπε ποτέ να αναφέρει, τον είχαν προικίσει με πραότητα, με διορατικότητα, με υπομονή, με πίστη στο Θεό και στην παράδοση της Εκκλησίας, την οποία και τιμούσε με άδολο σεβασμό. Όι θαμώνες του Φαρμακείου έγιναν θαυμαστές του ταπεινού καλλιτέχνη, οι φιλίες που γεννήθηκαν εκεί έμελλε να διατηρηθούν για μια ολόκληρη ζωή. Ό «Μήτσος», ο Φαρμακοποιός έγινε ο πρώτος θαυμαστής του νεοφερμένου. Σε όλη την μετέπειτα ζωή του δεν έπαυε να διηγείται περιστατικά από την γνωριμία του με τον Κόντογλου, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, όχι τόσο για την τέχνη του, την οποία δεν αισθανόταν ικανός για να την κρίνει, όσο για τον πλούτο της σοφίας του, για την ευγένεια του χαρακτήρα του, και την ανεξάντλητη διάθεσή του για διηγήσεις. «Ήταν μεγάλος παραμυθάς», έλεγε συχνά, «οι ιστορίες του ήταν ατελείωτες. Μιλούσε για τους βίους των αγίων, σαν να τους γνώριζε προσωπικά. Και πίστευε, πίστευε όλα τα πιο απίθανα πράγματα. Κάποτε ήρθε κάποιος στο Φαρμακείο, και άρχισε να περιγράφει μια περιπέτειά της υγείας του, από την οποία, όπως πίστευε, τον γλύτωσε ο άγιος Γιώργης. Ό Κόντογλου, που έτυχε να είναι παρών, κρεμάστηκε απ’το στόμα του. Παρακολουθούσε σκεπτικός την ιστορία, συνέπασχε μαζί του και στο τέλος, συμφώνησε απόλυτα μαζί του πως επρόκειτο για θαύμα». 

Ίδιαίτερη ευχαρίστηση εύρισκε ο Φαρμακοποιός στη συζήτηση με τον Κόντογλου. «Ό Φώτης ήταν ένας εκλεκτός συνομιλητής. Εκτός του ότι είχε πάντα κάτι ενδιαφέρον να σου πεί, ο τρόπος που εκφραζόταν, οι λέξεις που χρησιμοποιούσε, η ροή της γλώσσας του, τα αβίαστα Ελληνικά του, έκαναν τη συζήτηση μαζί του απολαυστική. Το περίεργο δε ήταν ότι δεν είχε καμμιά έπαρση για την ολοφάνερη ανωτερότητά του. Συνομιλούσε το ίδιο ευχάριστα με τους ταπεινούς αγρότες, όσο και με τους διανοούμενους της εποχής του. Ίδιαίτερο σεβασμό έτρεφε προς τους κληρικούς του χωριού. Πολλές φορές τον συναντούσα να περπατάει στον δρόμο με τον παπά-Στέφανο Ζήτη, κι αργότερα με τον παπά-Δημήτρη Γεωργακόπουλο, και να συζητάει μαζί τους. Μου έδινε την εντύπωση ότι ήθελε να διδάσκεται από τους απλούς ιερείς, προσδοκούσε να στηρίξει την πίστη του από τη συνομιλία του μαζί τους».


Καταγραφή 2η: «Η ζωή στο Λιόπεσι»

Από τις διηγήσεις των: Αθηνάς (Νιούλας) συζ. Αθαν. Δάβαρη (Μπούρδα), Ελευθερίας (Λίτσας) συζ. Θωμά Χούντα(Μπατάκα) Ελένης (Νίτσας\) συζ. Σταματίου Σιδέρη (Τουτούμη).

Ό χώρος που φιλοξένησε στην αρχή τον καλλιτέχνη με την οικογένειά του, ήταν στο σπίτι του «Κωστήλα», απέναντι από τον φούρνο του Μαργέτη (Μαλλιαρού). (Το πραγματικό όνομα του Κωστήλα ήταν Γεώργιος Αθανασίου . Σήμερα το σπίτι αυτό ανήκει στην οικογένεια Σταματίου Ίωάν. Δάβαρη-Τρίτση). Νοικοκυρά στο σπίτι αυτό ήταν η Κυρία Ελένη του Κωστήλα, ( Ελένη συζ. Γεωργίου Αθανασίου, το γένος Ίωάννου Χούντα) και οι παλαιότεροι θα την θυμούνται να περιφέρεται στο χωριό και στα πέριξ, φορώντας ένα ψάθινο καπέλο , χειμώνα-καλοκαίρι, καβάλα στο αμαξάκι της που έσερνε ένα περήφανο άλογο. Ήταν η μοναδική γυναίκα της εποχής αυτής που κυκλοφορούσε μόνη στο αμαξάκι. Σ’αυτό το σπίτι φιλοξενήθηκε την πρώτη περίοδο της ζωής στο Λιόπεσι η οικογένεια Κόντογλου. Από την βεράντα του σπιτιού αυτού, καθώς φαίνεται, σχεδίασε και την πλαγιά του λόφου της Αγιά-Σωτήρας, με το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας, και τις ελιές. (Φυσικά, τα ελάχιστα χαμηλά σπίτια που υπήρχαν τότε, άφηναν απεριόριστη τη θέα προς τα εκεί).Αργότερα, στη δεύτερη περίοδο της ζωής του καλλιτέχνη στο Λιόπεσι, η κατοικία του ήταν στο σπίτι του «Τσακανάκη», σημερινή κατοικία της Αθηνάς Τσιμίνη, συζύγου Τάκη Παπακωνσταντίνου.Η κόρη του «Κύριου Κόντογλου», η Δεσπούλα, ήταν περίπου 12 χρόνων. 

Η Κυρία Μαρία, σύζυγος του Αγιογράφου, ανάμεσα στις πρώτες οικογένειες που γνώρισε στον τόπο, αναζήτησε κάποιες που είχαν κόρες, στην ηλικία της δικής της, για να αποχτήσει η μικρή φίλες. Έτσι συνδέθηκαν ιδιαίτερα με την οικογένεια Αθανασίου Κωνσταντίνου Δάβαρη, με την μικρότερη κόρη του οποίου, Λίτσα, συνομήλικη της Δεσπούλας και συμμαθήτριά της στο σχολείο της Παιανίας, έγιναν αχώριστες φιλενάδες. Η Λίτσα,(σήμερα σύζυγος Θωμά Χούντα ή Μπατάκα), και η μεγαλύτερη αδελφή της Νιούλα,(Αθηνά, σήμερα χήρα Αθανασίου Δάβαρη ή Μπούρδα), θυμούνται πολλά περιστατικά από τη ζωή της οικογένειας Κόντογλου στο Λιόπεσι. 

Το δωμάτιο που έμενε η οικογένεια Κόντογλου ήταν πολύ λιτό. Μεγάλη εντύπωση έκανε στα κορίτσια που συνόδευαν τη Δέσπω στα παιχνίδια, το χέρι της Αγίας Παρασκευής που είχε φέρει από τη Μικρασία, και το είχε πάντοτε μαζί του, μαζί με τα λιγοστά έπιπλα στο δωμάτιο. Όι οικογένειες Σπύρου Δάβαρη και Αθανασίου Κωνστ. Δάβαρη είχαν πρόσφατα συμπεθεριάσει, (γάμος της Αθηνάς Αθ. Δάβαρη με τον Αθανάσιο Σπύρου Δάβαρη). Όργάνωσαν, λοιπόν, εκδρομή στο Λαύριο, με το φορτηγό. Προσκεκλημένοι ήταν, βέβαια, και η οικογένεια Κόντογλου. Μετά την περιπέτεια της διαδρομής, στρώθηκε η κουρελού και άνοιξαν τα ταγάρια με τα φαγητά. Ενώ όλοι, πεινασμένοι, άρχισαν το κολατσιό, ο Κύριος Κόντογλου, έβγαλε τα χαρτιά και τα πινέλα του και αφοσιώθηκε στη τέχνη του. Σε λίγο, είχε αποτυπώσει στο χαρτί όλο το πολύχρωμο μωσαϊκό των φαγητών που είχαν απομείνει στην κουρελού. Το κρασί ήταν πολύ αγαπητό στον καλλιτέχνη. Μετά το γεύμα, και τη συζήτηση, που είχε ζωηρέψει, άρχισαν το τραγούδι, πράγμα που απολάμβανε ιδιαίτερα ο Κύρ-Φώτης. Συμμετείχε με κέφι και ακολουθούσε σε όλα τα τραγούδια, συμβάλλοντας στη διασκέδαση της παρέας. Σε κάποια στροφή ενός τραγουδιού, ο πλακατζής της παρέας, (Παναγιώτης Αγγελής, ο φαρμακοποιός), πέρασε σε ένα τροπάριο της εκκλησίας, διακωμωδώντας το κάπως, για να προκαλέσει το γέλιο. Εδώ, ο Κύριος Κόντογλου, σηκώθηκε όρθιος, και με αυστηρό βλέμμα επέβαλε την τάξη. «Δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε τα ιερά λόγια για πλάκα», είπε σοβαρά, «ας συνεχίσουμε τη διασκέδασή μας, κι ας αφήσουμε ήσυχα τα τροπάρια της εκκλησίας για άλλες ώρες». Αργότερα, όταν κόπασε η φασαρία, ο Κύριος Κόντογλου είπε: «Ό άνθρωπος δε χρειάζεται πολλά για να ζήσει. Ό,τι ωραιότερο μπορεί κανείς να επιθυμήσει, το είχαμε εμείς σήμερα εδώ: Ζήσαμε μια μέρα κοντά στη φύση, ακούσαμε τα πουλιά να κελαηδούν, μυρίσαμε τον αέρα γεμάτο από τα αρώματα της γης και της θάλασσας, απολαύσαμε το λιτό μας γεύμα, ήπιαμε το γλυκόπιοτο κρασί, γελάσαμε, διασκεδάσαμε μεταξύ μας, με απλά λόγια και λίγα τραγούδια απ’τις δικές μας φωνές. Τίποτα δεν μας έλλειψε! Πόσο μάταια είναι όλα εκείνα τα αγαθά που πασκίζουμε να αποκτήσουμε! Ενώ εκείνα που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι τόσο απλά!».

Μια Κυριακή, ο Κύριος Κόντογλου ζήτησε από τον Σπύρο Δάβαρη, που ήταν επίτροπος στην εκκλησία, να φέρει στο σπίτι του τον Δαμασκηνό, τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, για να τον φιλοξενήσουν και να του προσφέρουν το γεύμα, επειδή το σπίτι που χρησιμοποιούσε ο ίδιος δεν ήταν κατάλληλο. Η Κυριακή αυτή έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη των κοριτσιών. Έμειναν στο τραπέζι μέχρι αργά και παρακολούθησαν τις συζητήσεις μεταξύ των επιφανών συνδαιτυμόνων. Φεύγοντας, ο Δαμασκηνός είπε: « Το σπίτι σας είναι κτισμένο σαν μοναστήρι! Θα το θυμάμαι με μεγάλη ευχαρίστηση!».

Η αδελφή της Κυρίας Μαρίας (Κόντογλου) ήταν μοδίστρα. Όταν η οικογένεια Κόντογλου γνωρίστηκε καλύτερα στο Λιόπεσι, σύστησε η Κυρία Μαρία την αδελφή της, να ράβει στα σπίτια. Ήταν πολύ καλή μοδίστρα, κι έραψε όλη την προίκα της Νίτσας (Ελένης Σπύρου Δάβαρη). Η συνεργασία αυτή έφερε σε στενότερη επαφή την οικογένεια Κόντογλου με την οικογένεια Δάβαρη. Σιγά-σιγά οι επισκέψεις έγιναν πολύ τακτικές στο σπίτι της οικογένειας Δάβαρη, όπου ο Κύριος Κόντογλου, με τον Πατέρα (Σπύρο Δάβαρη), εκτός από τα άλλα κοινά ενδιαφέροντα, γύρω από την εκκλησία και τους αγίους, είχαν κι άλλη μια κοινή τέχνη, την ψαλτική. Πολλές φορές ο πατέρας, που ήταν αυτοδίδακτος ψάλτης, συμβουλευόταν τον Κύριο Κόντογλου, που ήξερε από βυζαντινή μουσική, για κάποια δύσκολα τροπάρια. Ό κύριος Κόντογλου έψαλλε πολύ ωραία.

Σχετικά με την τέχνη του Κόντογλου στη Ζωοδόχο Πηγή, η κοινή γνώμη στο χωριό εκείνη την εποχή ήταν διχασμένη. Υπήρχαν εκείνοι που υποστήριζαν με πάθος την τεχνοτροπία του, αλλά οι περισσότεροι, ιδιαίτερα οι γυναίκες, κατηγορούσαν τον αγιογράφο, ότι έφτιαχνε τις μορφές των Αγίων πολύ άγριες. «Πω-πω-πω, εγώ φοβάμαι να πάω στην εκκλησία, με κοιτάνε οι άγιοι με θυμό, σα να θέλουνε να με τιμωρήσουνε για τις αμαρτίες μου», έλεγε μια γειτόνισσα. Και δεν ήταν η μόνη που είχε αυτή τη γνώμη. Ό κόσμος είχε συνηθίσει τους Αγίους χαμογελαστούς, με ρόζ μάγουλα και ωραία ρούχα, επηρεασμένους από τη Δυτική τέχνη. Ενώ τις μορφές του Κόντογλου τις έβλεπαν πολύ αυστηρές, τους ενέπνεαν φόβο. Δεν ήξεραν να ξεχωρίσουν τη βυζαντινή τέχνη. Μια καλοκαιρινή ημέρα, ο Κύριος Κόντογλου είχε βγάλει στην αυλή του σπιτιού (στου Κωστήλα), κόλλες χαρτί, τις άπλωσε και τις ένωσε μεταξύ τους, φτιάχνοντας ένα μεγάλο χαρτί, κάπου τρία μέτρα μακρύ. Ύστερα πήρε το πινέλο κι άρχισε να σχεδιάζει ένα τεράστιο χέρι.. Τα κορίτσια κοίταζαν αποσβολωμένα. Ό αρραβωνιαστικός της Νιούλας, ο Νάσος, τόλμησε να ρωτήσει: -«Κύριε Κόντογλου, τι είναι αυτό το τεράστιο χέρι; -Προσπαθώ να υπολογίσω το μέγεθος για το χέρι της Παναγίας, της Πλατυτέρας.- Μα....τόοοοσο μεγάλο ; -Μπορείς να φανταστείς, από πόσο μακρυά θα το βλέπουν οι πιστοί, μέσα στην Εκκλησία; Η μορφή της Παναγίας θα δεσπόζει πάνω από το ιερό». Και συνέχισε με μακρυές, απλωτές πινελιές να σχεδιάζει το χέρι της Πλατυτέρας.

Μετά το τέλος του πολέμου, η οικογένεια Κόντογλου δεν έμενε πια συνέχεια στο Λιόπεσι. Συχνότερα έμενε εδώ μόνος ο Κύριος Κόντογλου, για να εργάζεται αναπόσπαστος στην εκκλησία. Στο μεταξύ η Δέσπω είχε μεγαλώσει (θα ήταν κάπου 16-17 χρόνων) κι είχε κιόλας αγαπήσει τον μετέπειτα σύζυγό της, το Γιάννη Μαρτίνο. Όι φιλενάδες της από το Λιόπεσι το ήξεραν, κι ας ήταν ακόμα κρυφό. Ό Κύριος Κόντογλου, που συμπαθούσε τον μέλλοντα γαμπρό του, έβρισκε πως η κόρη του ήταν πολύ μικρή για παντρειές, και προσπαθούσε να «σπρώξει τον καιρό». Κάποια στιγμή, όμως, ο αρραβώνας πραγματοποιήθηκε, τα ήθη της εποχής δεν επέτρεπαν κρυφές σχέσεις. Τα κορίτσια, μόλις πληροφορήθηκαν την επισημοποίηση του αρραβώνα, έσπευσαν να συγχαρούν τον Κύριο Κόντογλου, και να στείλουν τις ευχές τους στη φιλενάδα τους. Στις ευχές των κοριτσιών, ο Κύριος Κόντογλου, αντι για «ευχαριστώ», απάντησε: -«Κούκλες έχετε; Όσες έχετε, να μας τις φέρετε, για να παίζει η Δεσπούλα με το Γιαννάκη!».


Καταγραφή 3η: «Μνήμες ενός επιτρόπου»

Από τις διηγήσεις Νικολάου Σπύρου Σταμάτη.

Το 1954 ο Φώτης Κόντογλου βρισκόταν πάλι στο Λιόπεσι, συνεχίζοντας την αγιογράφηση της Ζωοδόχου Πηγής. Στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει είχε πια περίτρανα αναγνωρισθεί η αξία της τέχνης του, κι ακόμα και οι πιο επιφυλαχτικοί Λιοπεσιώτες είχαν πεισθεί ότι αυτός ο σεμνός άνθρωπος ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Εκτός από τη φήμη που είχε στο μεταξύ αποκτήσει στο χώρο της βυζαντινής τέχνης, ανά την Ελλάδα, ο κόσμος είχε εξοικειωθεί με τις μορφές των αγίων, που κοσμούσαν ήδη τους τοίχους της εκκλησίας, και όλο και περισσότεροι ήταν αυτοί που θαύμαζαν και τιμούσαν τον Κόντογλου. Ό Νικόλαος Σπύρου Σταμάτης, είχε υπηρετήσει σαν επίτροπος στη Ζωοδόχο Πηγή δύο φορές, από το 1934 ως το 1940, και από το 1954 ως το 1960. Είχε γνωρίσει, λοιπόν , καλά τον Κόντογλου, και είχε συνδεθεί μαζί του με φιλία. Ήταν ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της συνέχισης της αγιογράφησης της Ζωοδόχου Πηγής μέχρι την ολοκλήρωσή της. Η μόνη επιφύλαξη που είχε ήταν ότι ο Κόντογλου εκτιμούσε την τέχνη του ακριβά,(κατά την γνώμη του), και προσπαθούσε πάντα να του κάνει παζάρια στις συμφωνίες. Ό Κόντογλου, που τον σεβόταν και εκτιμούσε την υποστήριξή του, του πρότεινε συχνά, να του φτιάξει το πορτρέτο, η να του αγιογραφήσει μιάν εικόνα για το σπίτι, αλλά εκείνος πάντα αρνιόταν: -«Κοίταξε, Φώτη, να κόψεις κάτι από την αμοιβή σου στην εκκλησία», του έλεγε μεταξύ αστείου και σοβαρού. «Δε χρειάζομαι εγώ πορτρέτα και ζωγραφιές. Το ταμείο της εκκλησίας σκέπτομαι, που μας το έχεις αδειάσει». 

Η αγιογράφηση είχε προχωρήσει αρκετά, και η επιτροπή του ναού αποφάσισε να προτείνει στον Κόντογλου, να αγιογραφήσει και τον Παντοκράτορα στον μεσαίο τρούλλο. Παντοκράτορας, βέβαια, υπήρχε, αγιογραφημένος από προγενέστερο αγιογράφο, αλλά το επιχείρημα των επιτρόπων ήταν, ότι δεν ταίριαζε πια ο τρούλλος με την υπόλοιπη εκκλησία. Ό Κόντογλου δεν έδειχνε καμμιά προθυμία να αναλάβει τον Παντοκράτορα. Ανέβαλε διαρκώς τη συζήτηση για το θέμα αυτό, και ο καιρός περνούσε, και οι Επίτροποι αδημονούσαν. Ήθελαν να ολοκληρωθεί το έργο της αγιογράφησης, προτού να λήξει η θητεία τους. Ανέθεσαν, λοιπόν στον Νικόλαο Σταμάτη να πείσει τον Αγιογράφο να επισπεύσει τη συμφωνία. -«Έλα βρε Φώτη», του είπε αυτός, «μπροστά στις δικές σου εικόνες, αυτός ο Παντοκράτορας είναι μια παραφωνία!». -«Άκουσέ με Κύριε Νίκο», του απάντησε ο Κόντογλου, «εγώ δεν χαλάω μιά αγιογραφία, για να φτιάξω πάνω της μιαν άλλη. Εκείνος που
έφτιαξε τον Παντοκράτορα στη Ζωοδόχο Πηγή, έδωσε ένα κομμάτι απ’την πίστη του, από τη ζωή του. Ποιός είμαι εγώ, που θα τον χαλάσω, για να φτιάξω τον δικό μου; Εμένα ο Παντοκράτορας αυτός μ’αρέσει. Και δεν τίθεται θέμα αν ταιριάζει ή όχι. Κάθε εικόνα είναι ξεχωριστή». (Τελικά έγινε η αγιογράφηση του Παντοκράτορα και την επιμελήθηκε ο μαθητής του Κόντογλου, Βασίλης Προύσαλης.) 

Καταγραφή 4η: «Ένας ποιητής θαυμαστής του Κόντογλου»


Όμπάρμπα-Θανάσης ο Μπατάκας, (Αθανάσιος Νικολάου Χούντας), αν και σχεδόν αγράμματος, είχε καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Θαύμαζε απεριόριστα τον αρχαίο ρήτορα Δημοσθένη, και ονειρευόταν να στήσει κάποτε έναν αδριάντα του σε περίοπτη θέση του χωριού. Όταν ήλθε στο Λιόπεσι ο Κόντογλου, ο Μπάρμπα – Θανάσης έγινε ένας από τους θερμότερους θαυμαστές της τέχνης του, αλλά κυρίως, έγινε θαυμαστής της προσωπικότητας του Καλλιτέχνη.Λίγο πριν ξεκινήσει η συνεργασία του Κόντογλου με τη Ζωοδόχο Πηγή, το 1938, το όνειρο του Μπάρμπα – Θανάση πραγματοποιήθηκε: Όαδριάντας του Δημοσθένη, (φιλοτεχνημένος από τον Αθηναίο γλύπτη Γεωργαντή), στήθηκε, με δικά του έξοδα, στην ομώνυμη πλατεία, όπου βρίσκεται ακόμα και σήμερα. Ό Κόντογλου, γοητεύθηκε, όπως φαίνεται, από αυτόν τον αγνό ιδεολόγο, και ανέπτυξε φιλία μαζί του. Όταν πληροφορήθηκε περί της δωρεάς του Δημοσθένη, συγκινήθηκε, και θέλησε να αποθανατίσει με το πενάκι του τον νεοεγερθέντα αδριάντα. Ό θαυμασμός του Μπάρμπα-Θανάση προς τον Κόντογλου και την τέχνη του, έχει αποτυπωθεί σε δύο ποιήματά του. (Είναι γνωστό ότι ο Αθανάσιος Χούντας έγραφε ποιήματα). Επίσης διατηρούσε και κάποια αλληλογραφία μαζί του, όπως προκύπτει από μία επιστολή-απάντηση του Κόντογλου προς τον Αθανάσιο Χούντα, που είναι γραμμένη στην πίσω μεριά μιάς μινιατούρας του Ευαγγελισμού(;), τυπωμένης και χρωματισμένης από τον ίδιο.





Καταγραφή 5η: «Η Νέα Γενιά θα με δοξάσει»


Το 1954 ο Κωνσταντίνος Ανδρέου ήταν ένας από τους επιτρόπους της Ζωοδόχου Πηγής. Ό γιος του Αθανάσιος (Νάσος), είχε μόλις αρραβωνιαστεί με τη Σοφία (Φιφίκα) Ελευθερίου Στάμου. Κυριακή μεσημέρι, η οικογένεια Ανδρέου φιλοξενούσε στο μεσημεριανό τραπέζι τον Κύριο Κόντογλου. Ανάμεσα στους συνδαιτημόνες ήταν και η νεαρή Φιφίκα. Κάποα στιγμή, ο Κύριος Κόντογλου απευθύνθηκε στην κοπελίτσα (18 χρόνων τότε), και τη ρώτησε: -«Με γνωρίζεις εμένα παιδί μου;» -«Μάλιστα, Κύριε, σας γνωρίζω πολύ καλά!», απάντησε η κοπέλα. -«Και πως με γνωρίζεις, από πού;» -«Από τα Νεοελληνικά Αναγώσματα της Εβδόμης Γυμνασίου, Κύριε. Διαβάσαμε εκεί ένα δικό σας κείμενο.» Και ο Κύριος Κόντογλου, συγκινημένος, σηκώθηκε όρθιος και, απευθυνόμενος προς τον πατέρα, απάντησε: - «Τ’ακούς, Κύριε Κώστα; Η νέα γενιά θα με δοξάσει εμένα!».

Άνοιξη του 1955(;), η επιτροπή της Ζωοδόχου Πηγής, με τη σύμφωνη γνώμη του Κόντογλου, αποφάσισε να τοποθετήσει ένα μαρμάρινο διαχωριστικό, που θα όριζε τον Σολέα , το μέρος του ναού που είναι πριν από το Ίερό. Ό Κύριος Κόντογλου, είχε τη γνώμη ότι η επιλογή του σχεδίου της μαρμαρογλυπτικής που θα κοσμούσε αυτό το διαχωριστικό, έπρεπε να γίνει από μια ομάδα αντιπροσωπευτική της κοινότητας. Παρακάλεσε, λοιπόν, τους επιτρόπους να φέρει ο καθένας τους δυο-τρείς φίλους ή γνωστούς, ιδιαίτερα νέους στην ηλικία, ανθρώπους, για να συμμετάσχουν στην επιλογή του σχεδίου. Στους επιτρόπους δεν καλάρεσε αυτή η ιδέα.. Πίστευαν ότι αυτοί ήξεραν καλύτερα από τον καθένα όσα έπρεπε να γίνουν στην εκκλησία, όσο για τους νέους που ζήτησε ο Κύριος Κόντογλου, .... με το ζόρι κρατήθηκαν να μη βάλουν τα γέλια! «Αυτό μας έλλειπε, να ρωτήσουμε και τα μικρά παιδιά!» Παρ’ όλ’ αυτά, ο Κύριος Κόντογλου επέμενε. Θεωρούσε ότι το έργο αυτό ανήκε στις επερχόμενες γενιές, και θα ’πρεπε οι νεότεροι να καταθέσουν την άποψή τους. Έτσι, ο Κωνσταντίνος Ανδρέου, υπακούοντας, μόνον αυτός, στη συμβουλή του Κόντογλου, έφερε τη αρραβωνιαστικά του γιου του, τη Φιφίκα. Ήταν νωρίς το απόγευμα στη Ζωοδόχο Πηγή, και παρόντες ήταν οι εξής: ο Μπάρμπα – Τάσος ο Κουτσός, (Αναστάσιος Αθ. Σιδέρης, επίτροπος), ο, επίσης επίτροπος, Κωνσταντίνος Ανδρέου με την Φιφίκα, ο Κύριος Κόντογλου και ο Κύριος Προύσαλης. Η Κυρία που επρόκειτο να φιλοτεχνήσει την μαρμαρογλυπτική, ξετύλιξε τρία σχέδια και τα έδειξε στους περευρισκόμενους. Όλοι σχολίαζαν τα σχέδια και συζητούσαν μεταξύ τους. Ήταν όλα πολύ ωραία και η ώρα περνούσε χωρίς να καταλήγουν σε μια απόφαση. Τότε, ο Κύριος Κόντογλου στράφηκε στη Φιφίκα και τη ρώτησε: -«Εσένα, παιδί μου, ποιό σου αρέσει;» Η Φιφίκα τα είδε όλα με προσοχή και έδειξε το σχέδιο με το δικέφαλο αετό, και εκείνο με το Α και το Ώ. «Αυτό θα κάνουμε λοιπόν», κατέληξε ο Κύριος Κόντογλου.


Ο τάφος του Φώτη Κόντογλου
στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού της Θεοτόκου - Αγίου Εφραίμ Ν. Μάκρης

Comments

  1. Θησαυρός μελέτης !!!!
    Ευχαριστώ!!!

    ReplyDelete

Post a Comment

Popular posts from this blog

Τρείς Ιεράρχες: Απ' τον 4ο στον 21ο αιώνα

Η εντυπωσιακή Ιερά Μονή Παναγίας Σεπετού Ολυμπίας και η σπουδαία της ιστορία

Η ιστορία του ήρωα του Αλβανικού μετώπου και προπάππου μου Ηρακλή Βλάχου