«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός Σου»
Κάθε φορά που πλησιάζει η Κυριακή του Ασώτου και είμαι ακόμη μακριά Του, διασκορπίζοντας την πατρική περιουσία, περιπλανόμενος, κυκλωμένος από αγέρηδες λυσσαλέους, μόνος ανάμεσα σε χοίρους, γευόμενος ξυλοκέρατα, Τον φαντάζομαι στην καμπή του δρόμου, να με προσμένει να επιστρέψω. Το βλέμμα μου, δεν τολμά ν' ανταμώσει το δικό Του, πονεμένο βλέμμα. Με περιμένει να εμφανιστώ για να τρέξει να με προϋπαντήσει. Να βγάλει από πάνω μου τα βρωμερά κουρέλια της αμαρτίας και της φθοράς και να με ντύσει με τα ενδύματα της λαμπρότητας. Να βάλει στο χέρι μου το πολύτιμο δακτυλίδι των αρραβώνων με την αιώνια ζωή. Να μου παραθέσει το πλούσιο τραπέζι της Χρηστότητός Του, προκειμένου να γιορτάσουμε όλοι μαζί την επιστροφή μου στην πατρική εστία. Άραγε πόση νοστιμιά να έχει εκείνος ο μόσχος και πόσο γλυκά να ηχεί στ' αυτιά το τραγούδι της λύρας..;;
Και τότε, σαν να με χαστουκίζει το ίδιο μου το θράσος, θυμάμαι πως διεκδίκησα το «επιβάλλον μέρος της ουσίας» και έφυγα μακριά Του, «αποδημήσας εις χώραν μακράν», αναζητώντας την Ελευθερία. Την Ελευθερία που Εκείνος μου είχε χαρίσει. Εκεί όμως, «ζώντας ασώτως» μέχρι σήμερα, ανακάλυψα πόσο φρικτά περιοριστικό είναι το να ζει κανείς ελεύθερος, όταν η ελευθερία του αρχίζει και τελειώνει στην δυνατότητα της επιλογής, χωρίς να έχει χαρακτήρα υπαρξιακής αναζήτησης.
Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός Σου. Δέξε με ως τον άσωτον υιόν μετανοούντα και ελέησόν με! Κάνε με να νιώσω πραγματικά ελεύθερος, απόλυτα ελεύθερος, μέσα στο άπειρο της σφιχτής Σου αγκαλιάς, αμήν!
Comments
Post a Comment