Αγία Βαρβάρα: Ρόδο ευωδιαστό!
Όποιος έχει έναν πολύτιμο θησαυρό, έχει μαζί και μία μεγάλη έγνοια: Που και πως να τον κρύψει, για να τον προφυλάξει από κλέφτες και κακοποιούς.
Ένα τέτοιο πολύτιμο θησαυρό, καυχιόταν πως είχε και ο Διόσκουρος, ο πατέρας της Αγίας που τιμά αύριο η Εκκλησία μας, της Αγίας Βαρβάρας. Κι όντως, η μονάκριβή του, ήταν απ' τα πιο σπάνια λουλούδια που φυτεύει Του Θεού η Αγάπη στης γης το περιβόλι.
Γι' αυτό το λουλούδι, το καμάρι του, για να το προφυλάξει απ' της κακίας το λίβα, απ' της διαφθοράς την παγωνιά, έκτισε έξω από την πόλη της Νικομήδειας, ένα αρχοντικό και την έβαλε μέσα. Έστειλε εκεί την Βαρβάρα, με γυναίκες της εμπιστοσύνης του, για να την υπηρετούν κι έφυγε σε ταξίδι μακρινό, εκεί όπου τον καλούσαν οι υποθέσεις του.
Ήταν οι Χριστιανές που βρίσκονταν στην ακολουθία της νεαρής αρχοντοπούλας; Ήταν που στις ατελείωτες ώρες της μοναξιάς και της περισσυλογής, άφηνε το πνεύμα της ν' αγκαλιάζει την αλήθεια για τον Έναν και Αληθινό Θεό; Ίσως και τα δύο. Πάντως όταν γύρισε ο Διόσκουρος, βρέθηκε μπροστά σε μερικές αλλαγές:
«Τι λουτρό είν' αυτό με τρία παράθυρα; Για ένα δεν είχαμε συμφωνήσει;», έκανε την παρατήρηση στους μαστόρους που ακόμη συμπλήρωναν τις ανάγκες του αρχοντικού. «Η θυγατέρα σου, αρχοντά μου, ζήτησε τρία παράθυρα, γιατί, λέει, ο αληθινός Θεός έχει τρία πρόσωπα».
Αλαφιασμένος, τρέχει αμέσως στην κόρη του, η οποία του επιβεβαιώνει όσα του είχαν μεταφέρει οι μάστορες: «Ναι, πατέρα, είμαι Χριστιανή!». Δεν πίστευε στ' αυτιά του ο ειδωλολάτρης πατέρας: «Η δική μου κόρη, η αρχόντισσα Βαρβάρα, στα δίχτυα μιας ανόητης δεισιδαιμονίας!», μούγκρισε. Η ταραχή, γρήγορα έδωσε την θέση της στον θυμό και στην οργή. Σωστός χαλασμός έγινε στην ψυχή του ειδωλολάτρη. Αντάριασε το βλέμμα του, λύσσα και μίσος κυριάρχησε στην καρδιά του, λες κι η πηγή της πατρικής αγάπης, π' ανάβλυζε υποτίθεται μέσα του, στέρεψε απότομα.
Τ' αρχοντικό απ' εκείνη τη στιγμή, έγινε φυλακή. Kανέναν δεν επέτρεπε να βλέπει η μικρή «επαναστάτρια». Κανείς να μην τη βλέπει και ποτέ να μην περνάει το κατώφλι του σπιτιού. Ποιος μπορεί όμως να φράξει έναν ποταμό; Κι ήταν ποτάμι μέσα στην καρδιά της Βαρβάρας ο ζήλος για την αλήθεια του Ευαγγελίου, για τις συνάξεις των Χριστιανών, για τις ιερές ακολουθίες.
Αυτός ο ποταμός του θείου ζήλου, της έδωσε τη δύναμη να δραπετεύσει. Ξωπίσω της ξεχύθηκε ο πατέρας της με εκδικητική μανία. Από βουνό σε βουνό κι από δάσος σε δάσος, μέρες και νύχτες κράτησε η καταδίωξη. Κι όταν πια αποκαμωμένη η Βαρβάρα έπεσε στα χέρια του εξαγριωμένου πατέρα της, μία απάντηση μόνο είχε στα χείλη, γιατί μία πίστη είχε στην καρδιά:
«Δεν μπορώ, πατέρα, ν' αρνηθώ Τον αληθινό Θεό».
Μ' αυτός δεν ήταν πια πατέρας. Ήταν τύραννος, εχθρός άσπονδος, τυφλός απ' το μίσος και το πάθος της εκδικήσεως. Ήταν δήμιος! Την χτύπησε άγρια και την έσυρε μισοπεθαμένη ως το σπίτι, για να την παραδώσει ύστερα από λίγο με τα ίδια του τα χέρια στις αρχές της πόλης.
Ο ηγεμόνας Μαρκιανός, μπροστά σ' αυτό το ολόδροσο τριαντάφυλλο, τα 'χασε. Χρησιμοποίησε τη γνωστή μέθοδο, που 'χε πολλές φορές χρησιμοποιήσει σε νεαρές αθλήτριες της Χριστιανικής πίστης: Υποσχέσεις, λόγια γεμάτα θαυμασμό και κολακεία, λύπηση για τέτοια νιάτα, για τόση ομορφιά. Μάταια όμως η προσπάθεια.
«Είμαι Χριστιανή!», θα δηλώσει και σ' αυτόν με παρρησία η νεαρή Βαρβάρα.
Kαι τότε θ' αρχίσουν τα βασανιστήρια. Κάτω απ' το πατρικό βλέμμα, το σκληρό, σκοτεινό και ανάλγητο, το σώμα της Βαρβάρας θα παραδοθεί στο μαστίγωμα. Η πορφύρα του αίματος, γρήγορα απλώθηκε στο χώμα απ' τις πληγές της μάρτυρος. Το ρόδο βουτηγμένο στο αίμα, έμοιαζε με τα κατακόκκινα εκείνα τριαντάφυλλα της άνοιξης. Κι έχει ανθοβολήσει μέσα από τέτοια αγκάθια! Το μαστίγιο ανεβοκατέβαινε χωρίς έλεος πάνω στα πλευρά της κι εκείνη είχε στητό το κεφάλι, στητή την ψυχή, ψηλά της πίστεως την σημαία. Ο θαυμασμός του πλήθους, άρχισε τώρα να γίνεται φανερός. Μια Χριστιανή μάλιστα, η Ιουλιανή, άφησε τόσο πολύ να εκδηλωθεί η συμπάθειά της, ώστε απ' τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκε κι εκείνη υπόδικος και αποκεφαλίστηκε από το ξίφος του δήμιου.
Ήταν φανερό πια, πως κάθε παράταση με τη μάρτυρα, μόνο ζημιά θα μπορούσε να φέρει. «Να θανατωθεί!», η απόφαση του ηγεμόνα. «Εγώ θα την θανατώσω!», ακούστηκε τότε η φωνή του πατέρα. «Εγώ, για να ξεπλύνω την ντροπή που είσαι δικό μου γέννημα. Εγώ που σου έδωσα τη ζωή, εγώ και θα σου την αφαιρέσω!».
Συγχωρέστε μου την διηγηματικού χαρακτήρα, γλαφυρή εξιστόρηση του βίου της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Όμως η ιστορία της, είναι από τις συγκλονιστικότερες της Ορθοδοξίας. Ένας πατέρας, αποκεφάλισε με τα ίδια του τα χέρια την μοναχοκόρη του, θολωμένος από την πλάνη του, το μίσος και τον φανατισμό του και παρέδωσε στην Εκκλησία Του Χριστού μία Μεγαλομάρτυρα που τιμάται από τις γενιές των Χριστιανών σ' Ανατολή και Δύση. Ένα ρόδο βγαλμένο απ' αγκάθι φαρμακερό, μεταφυτεύτηκε απ' της γης το περιβόλι, στο περιβόλι τ' ουρανού!
Εύχομαι ολόψυχα να μοσχοβολήσει τα μέσα σας σ' αυτές τις δύσκολες μέρες που ζούμε! Να χαιρόμαστε τις εορτάζουσες! Τις αρετές της Αγίας ν' αξιωθούν!
Comments
Post a Comment