Περί θαύματος ο λόγος


Η πολλή κουβέντα που γίνεται τελευταία περι θαυμάτων στην ελληνική κοινωνία κι αν αυτά όντως συμβαίνουν, η οποία παρεμπιπτόντως θεωρώ πως καλώς ξεκίνησε από συγκεκριμένο Μητροπολίτη, για συγκεκριμένους και πολύ σοβαρούς λόγους, με τους οποίους όμως και δεν θα ήθελα αλλά δεν είμαι και αρμόδιος ν' ασχοληθώ, υπήρξε η αφορμή για να κάνω κάποιες βαθύτερες σκέψεις, μία διαφορετική προσέγγιση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα και ευχαριστώ Τον Θεό που άνοιξε μία πόρτα στην ψυχή μου, για να ελαφροζυγώσει το θαύμα και να μεταμορφώσει τη λογική σε λυρική φαντασία.

Το θαύμα, στα δικά μου τα μάτια, είν' ένα παιδί. Έχει καθάριο πρόσωπο, ολόφωτα μάτια, πλούσια κόμη κι αστραφτερή. Έχει την ευκινησία του ζαρκαδιού. Τη φωνή του κότσυφα στο δάσος του όρθρου. Την ευγένεια και τη χάρη μερικών πλασμάτων που, δυστυχώς, έχουν πάψει πια να υπάρχουν. Το θαύμα είναι μια αντιφεγγιά από Παράδεισο, μια πολύ εύθραυστη παρουσία και πρέπει πολύ να προσέχεις καθώς την αγγίζεις. Η μάνα του είναι η Πίστη. Το είπε, πολύ σωστά, εξάλλου κι ο Γκαίτε.

Ο σύγχρονος κόσμος, κατασκευάζει τα δικά του θαύματα. Στην εποχή μας, ο άνθρωπος γίνεται ένας κόσμος κλειστός, ένας κόσμος περίτρομος. Οικοδομεί «καταφύγια», αμπαρώνει τις πόρτες και τα παράθυρα, έχει πάψει πια ν' ανοίγει φεγγίτες. Η κάθε του μέρα είναι γεμάτη από πολλή έγνοια, από σκοτεινό στοχασμό, από δεινή αγωνία. Έχει πολλούς εχθρούς. Είναι κι ο ίδιος εχθρός σε πολλούς. Έτσι, την ώρα που έρχεται το θαύμα, οι πόρτες είναι κλειστές. Μεγάλα και υψηλά τείχη περιζώνουν την έρημη ψυχή. Όσο είναι βέβαιη για τον εαυτό της, μέσα στην απάνθρωπη μοναξιά της, όσο είναι βέβαιη για τη σοφία της και την πείρα της, μέσα στην άδεια της οίηση, το θαύμα δεν της χρειάζεται ή και σωστότερα, εκείνη δεν το χρειάζεται. Μα σαν έρθει η ώρα του έσχατου απελπισμού, όταν η ψυχή αισθανθεί το τρομερό κενό που έπλασε μόνη της για τον εαυτό της, τότε, αν δεν είναι από τις πολύ αλύγιστες, από τις αμετανόητα απελπισμένες, προσπαθεί να γκρεμίσει τα ολόγυρά της τείχη και να προσδοκήσει το θαύμα.

Μα το θαύμα πρέπει να είναι η αδιάκοπη παρουσία. Ο καθένας από εμάς, ξεκινάει από την πρώτη στιγμή του σε τούτη την πλάση, φέρνοντας μέσα του ένα παιδί. Όσο προχωρά όμως σ' αυτή τη ζωή, το σκοτώνει. Οι ανέκκλητα καταδικασμένοι, είναι όσοι το έχουν σκοτώσει. Και οι περισσότεροι το έχουν σκοτώσει. Και το παιδί, φυσικά, εκδικείται. Χωρίς να το θέλει.

Αναφέρθηκα πρίν στον Γκαίτε. Δεν ξέρω πόσοι από εσάς έχετε διαβάσει το αριστούργημά του με τον τίτλο «Φάουστ». Ο Φάουστ, ο ήρωας του έργου, είναι ένας άνθρωπος που μετά από μία ολέθρια επιλογή του, έχει φτάσει στο έσχατο σύνορο της απελπισίας. Δεν πιστεύει πια στη δύναμη της ανθρώπινης σοφίας. Δεν πιστεύει στην ικανότητα του ανθρώπου να λυτρωθεί με τα ίδια μέσα του. Κι ετοιμάζεται να πιει δηλητήριο. Είναι η μόνη ελπίδα που του απομένει: Η παρηγοριά του θανάτου. Είναι μεσάνυχτα. Εκείνη την ώρα χαρμόσυνες χτυπούν οι καμπάνες της Αναστάσεως. Ακούγονται οι ύμνοι των μαθητών, των αγγέλων, των μυροφόρων γυναικών. Ο Φάουστ αισθάνεται να τον συνεπαίρνει ένας ορμητικός άνεμος, ο άνεμος μιας καινούργιας ζωής. Αποθέτει το ποτήρι με το φαρμάκι κι αποφασίζει να επιχειρήσει μια νέα προσπάθεια. Το παιδί που προαναφέραμε, γεννιέται ξανά μέσα στον Φάουστ. Έφτασε ίσα με το κατώφλι του θανάτου. Ήρθε το θαύμα και του προσέφερε την ευκαιρία να επιστρέψει. Αυτή είναι η μεγάλη υπηρεσία του θαύματος: H επιστροφή στις ρίζες, στους πρώτους καιρούς, στην πρώτη αίσθηση του εαυτού μας και του άλλου κόσμου.

Το μέγιστο θαύμα είναι το υπάρχειν. Να μπορείς να παίρνεις μια μεγάλη ανάσα, ν' ανοίγεις τα μάτια σου και να χορταίνεις φως, ν' απλώνεις τα χέρια και να νιώθεις πως είσαι μια παρουσία μέσα στην πλάση, ικανή να περπατήσει στους δρόμους της γης. Να μπορείς να γεύεσαι όσα σου είναι προορισμένο να γευτείς, να εξουσιάζεις όσα είναι σωστό να βρεθούν στην εξουσία σου, να διατηρείς ίσα με τη στερνή δυνατότητα, πρόθυμο το κορμί για τη ζωή, έτοιμη την ψυχή για τα μεγάλα ταξίδια της εσωτερικής περιπέτειας. Να μπορείς επίσης να ονειρεύεσαι χωρίς να γίνεσαι άπραγος. Να μπορείς, τέλος, να στοχάζεσαι, χωρίς ο στοχασμός, διαβρωτικός, μετέωρος, ανάμεσα σ' ένα δάσος αμφιβολίες, ν' αφανίζει ολότελα τις βεβαιότητες και να σ' αρρωσταίνει και να σε κάνει ευκολοκυβέρνητο από τους ενάντιους ανέμους. Να υπάρχεις και να υπάρχεις ολόκληρος, όσο περισσότερο μπορεί ένας άνθρωπος να υπάρχει, αυτό είναι το θαύμα. Και τότε, μονάχα τότε, γίνεσαι ικανός να αισθανθείς, όχι απλά να εννοήσεις και το θαύμα που σε περιβάλλει. Να σκύψεις με ταπείνωση και ειλικρίνεια στο μητρικό χώμα και να συνομιλήσεις μ' όλα τα πλάσματα Του Θεού. Να πάρεις μαθήματα απ' τον ανθισμένο θάμνο της βουνοπλαγιάς κι απ' το μυρμήγκι, που πορεύεται καρτερικό στο φιλόπονο πεπρωμένο του. Να δέσεις την ύπαρξή σου με τη συνολική, με την οικουμενική ύπαρξη, με την αρμονία των κόσμων κι εκεί που σε άλλη περίπτωση θα ήσουν ένας αυτοτιμωρούμενος κι ένας αυτοαφανισμένος, το απελπισμένο άτομο που κατατρώει τα σπλάχνα του, το μοχθηρό και το επιζήμιο, θα γίνεις μια γεμάτη καρδιά, ένας αγαθός νους, μία αγαθή προσδοκία και μια ευεργετική δύναμη.

Όμως οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε ψυχές φέρετρα, γεμάτα σκοτωμένα παιδιά. Εκεί σ' εκείνα τα φέρετρα, κοιμούνται τα όνειρα, οι μεγάλες προσδοκίες, οι μεγάλες ελπίδες, εκεί κοιμάται η ομορφιά του παρθενικού χαμόγελου. Και παραπονιόμαστε γιατί το θαύμα δεν επενεργεί πάνω μας, γιατί δεν το βρίσκουμε στο δρόμο μας. Χρείαζεται μια καμπάνα, όπως του Φάουστ, για να ξυπνήσει τις ψυχές μας. Μα την καμπάνα, όσο κι αν είναι βροντόλαλη, δεν μπορεί ο καθένας να την ακούσει. Ο Φάουστ δεν είχε σκοτώσει μέσα του το παιδί κι έτσι κατόρθωσε και την άκουσε και το ένιωσε το ζεστό μήνυμά της. Εμείς, με ποιο τρόπο θα την ακούσουμε;

Ας αφήσουμε λοιπόν, εμείς ο λαός, την συζήτηση για το αν γίνονται πράγματι θαύματα σ' έναν συγκεκριμένο τόπο κι ας επιστρέψουμε στην παιδική μνήμη, ας ανοίξουμε έναν κύκλο γαλήνης μέσα στον πάταγο και το άγχος του σύγχρονου βίου. Κι ας αφήσουμε εκεί μέσα να ξαναζήσει το παιδί που δεν σκοτώσαμε ακόμη. Ας νιώσουμε πως ξαναγεννιόμαστε, όπως η καλοκαιρινή μέρα από το πέρα της θάλασσας. Πως αντικρίζουμε και πάλι έναν κόσμο παρθένο, με την καθάρια, την αγύμναστη στο κακό ματιά του πρώτου καιρού. Και τότε οι καμπάνες θ' ακουστούν μέσα μας και μια μακρινή μελωδία θ' αγγίξει τ' αυτιά μας: Μια στροφή απ' τους αίνους των αγγέλων.

Καλό βράδυ!

Comments

Popular posts from this blog

Τρείς Ιεράρχες: Απ' τον 4ο στον 21ο αιώνα

Η εντυπωσιακή Ιερά Μονή Παναγίας Σεπετού Ολυμπίας και η σπουδαία της ιστορία

Η ιστορία του ήρωα του Αλβανικού μετώπου και προπάππου μου Ηρακλή Βλάχου