Ένας σπάνιος ύμνος στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου


Πόσοι ύμνοι έχουν γραφτεί παγκοσμίως για την Θεοτόκο! Κι ανάμεσά τους, της Ελληνικής Ορθόδοξης Υμνολογίας οι ύμνοι, μοναδικοί σε ομορφιά, βάθος, πλοκή.

Ένας τέτοιος ύμνος, όχι ευρύτερα γνωστός, φέρεται να έχει τεχνουργηθεί από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο. Τον άντλησα από το βιβλίο «Εκλογή Ελληνικής Ορθοδόξου Υμνολογίας», του αειμνήστου καθηγητού Παναγιώτη Τρεμπέλα και θέλω να τον μοιραστώ μαζί σας. Ο συγκεκριμένος ύμνος αναφέρεται ειδικά στην πανσεβάσμια Κοίμηση της Παναγίας μας. Είναι απλός αλλά παράλληλα τόσο όμορφος και ποιητικά άρτιος! Μας παρουσιάζει ενωμένα τα ουράνια και τα επίγεια, γύρω απ' τον «σκίμποδα», τη νεκρική κλίνη, ας την πούμε έτσι δηλαδή, που είναι ξαπλωμένη η Τιμιωτέρα των Χερουβείμ.

Πρώτα-πρώτα εμφανίζονται οι άγγελοι Του Παντοδύναμου Υιού της κι αρχίζουν την υμνωδία, χαιρετίζοντας την Παναγία:

«Xαίρε κλίμαξ αναφέρουσα από γης εις ουρανόν! Χαίρε γέφυρα εισάγουσα εις παράδεισον τερπόν! Χαίρε, ότι χοροί σε ανυμνούσιν οι άνω! Χαίρε, ότι βροτοί σε προσκυνούσιν οι κάτω».

Οι βροτοί της γης που αναφέρει να προσκυνούν την Παναγία, είναι οι Άγιοι Απόστολοι. Όσο οι άγγελοι ψάλλουν τον ύμνο τους, ένας-ένας αυτοί καταφθάνουν. Και πρώτος, ο Απόστολος Πέτρος αρχίζει την υμνωδία. Της λέει:

«Κόρη, πως εσύ που εγέννησες την Ζωήν όλου του κόσμου, είσαι τώρα νεκρά; Κι όμως, δεν πρέπει να σε κλαύσω. Δεν στέκει να σε θρηνήσω. Είσαι η αιτία της μεγάλης μας χαράς. Λοιπόν, θα σε δοξάσω!».

Τον Απόστολο Πέτρο, ακολουθεί ο άλλος κορυφαίος, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, ο οποίος σκύβει και προσκυνεί ευλαβικά τα άχραντα πόδια της. Τη θεωρεί φωτεινό λυχνάρι που έφεξε τα σκοτάδια της πλάνης του:

«Χαίρε αβλεψίας εμής λύχνε άσβεστε! Χαίρε στάμνε, κήπε, τράπεζα και πανάγιε ναέ! Χαίρε βάτε ακατάφλεκτε και παράδεισε τερπνέ!».

Ιδιαίτερη συγκίνηση όμως προκαλεί η στιγμή που πλησιάζει ο Ιωάννης. Έρχεται στη μνήμη του η οδυνηρή εκείνη στιγμή που ο Χριστός του την εμπιστεύθηκε πάνω από τον Σταυρό. Αναλογιστείτε πόση προσπάθεια καταβάλλει ο αγαπημένος μαθητής να επιβληθεί στη θλίψη του! Στη δύσκολη αυτή στιγμή, τον υποστηρίζει ο Πρωτόκλητος Ανδρέας και «τον διεγείρει μέλπειν προς αυτού», λέει. Τον προτρέπει δηλαδή να ψάλλει την Πάναγνο. Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο νου του Ιωάννη, είναι να την παρομοιάσει με το πύρινο άρμα του Προφήτη Ηλία:

«Χαίρε του Θεσβίτου πυρίμορφον όχημα!».

Ύστερα, θυμάται την αγνότητά της. Εκείνη την γλυκύτητα και την ταπείνωσή της. Εκείνη την υποταγή της στο θέλημα Του Θεού:

«Χαίρε άσπιλε, πανάσπιλε και ακήρατε αμνάς!».

Και κλείνει παρομοιάζοντας όλη της τη ζωή με δέσμη ηλιακών ακτίνων που έκτοτε θα φωταγωγεί και θα θερμαίνει όλους τους Χριστιανούς απ' άκρη σ' άκρη της γης:

«Xαίρε βολίς πιστούς καταυγάζουσα!».

Έκπληκτος βλέπει ο Ανδρέας πως ο Ιωάννης γέμισε χαρά, ύστερα απ' τον ύμνο που έψαλε. Πλέκει λοιπόν κι εκείνος αμέσως ύμνους αρμονικούς κι ύστερα απ' αυτόν συνεχίζει ένα γλυκύτατο εγκώμιο ο Ιάκωβος.

Οι μαθητές, όσο περισσότερο παρατηρούν την Αειπάρθενο Μητέρα Του Χριστού, τόσο καταλαμβάνονται από δέος. Αυτά τα συναισθήματα γεμίζουν και τις ψυχές των αγαπημένων φίλων, Φιλίππου και Ναθαναήλ. Ο πρώτος, την παρομοιάζει με δοχείο που ακτινοβολεί έντονο φως. Ως τόπο που βγάζει δυνατή φωτιά.

Όλ' αυτά τα συναισθήματα των μαθητών, όλες αυτές οι αναμνήσεις τους, δίνουν στο εν λόγω ποίημα, τον απλό, τον ωραίο, τον συγκινητικό χαρακτήρα του και μοιάζουν ακριβό θυμίαμα που απ' τα βάθη των ψυχών προσφέρεται στην κεκοιμημένη κόρη.

Ας σταθούμε όμως σε μερικές ακόμη σκηνές:

O Aπόστολος Ματθαίος, γονατίζει με ταπείνωση και με σεμνότητα μπροστά της:

«Παρθένε, ιστόρησά σου κύησιν πάλαι και νυν την ιεράν ευσεβώς ανυμνήσαι θέλων και σεπτήν κοίμησιν, φοβούμαι και συστέλλομαι».

Δεν θα μπορούσε να λείπει απ' το πλάνο του ποιητή, ο ευαγγελιστής-ζωγράφος, ο Λουκάς:

«Ο Παύλος», λέει, «τη χειρί προσκαλείται Λουκάν τον θεηγόρον, υμνείν την αγνήν Παρθένον».

Και ο ιερός ευαγγελιστής, εκείνος που με το πινέλο του απεικόνισε την Υψηλοτέρα των Ουρανών, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του πρωτοκορυφαίου, ψάλλει:

«Χαίρε άρουρα(=η καλλιεργήσιμη-εύφορη γη) εκτρέφουσα τας καρδίας των πιστών! Χαίρε άγκυρα βυθίζουσα τας χορείας των εχθρών!».

Η υμνολογία των Αποστόλων, κλείνει με τον δεύτερο ευαγγελιστή, τον Μάρκο, ο οποίος την παρουσιάζει ν' ανοίγει τις πύλες του Παραδείσου. Να υψώνει στην πρώτη δόξα του τον Αδάμ:

«Χαίρε δι' ης η Εδέμ διηνοίχθη! Χαίρε, δι' ης ο Αδάμ ανεκλήθη!».

Τελείωσαν οι Απόστολοι. Τώρα είναι η δική μας σειρά. Οι καμπάνες που θ' αντηχήσουν σε λίγες ώρες για τον Πανηγυρικό Εσπερινό, θα μας φέρουν όλους στο ναό. Κι εκεί, θα την δούμε νεκρή. Πάνω της, ο Μονογενής Της, συνοδευόμενος απ' τα στρατεύματα των αγγέλων, κρατάει στην αγκαλιά Του την ψυχή της. Και γύρω απ' τον ιερό σκίμποδα, όλοι εμείς, όπως τότε οι Απόστολοι, να της προσφέρουμε τους ταπεινούς μας ύμνους και τις προσευχές μας.

Πολύβοες θ' αντηχήσουν οι καμπάνες και σύσσωμο θα τρέξει το γένος μας. Ακριβώς, όπως στην τόσο χαριτωμένη ποιητική σύνθεση που παραθέσαμε παραπάνω..

Με το καλό!

Comments

Popular posts from this blog

Η εντυπωσιακή Ιερά Μονή Παναγίας Σεπετού Ολυμπίας και η σπουδαία της ιστορία

Αύγουστος των Ελλήνων, Αύγουστος της Μάνας

Η ευλογία Του Θεού